ἐπαρχεία

From LSJ
Revision as of 10:58, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπαρχεία Medium diacritics: ἐπαρχεία Low diacritics: επαρχεία Capitals: ΕΠΑΡΧΕΙΑ
Transliteration A: eparcheía Transliteration B: eparcheia Transliteration C: eparcheia Beta Code: e)parxei/a

English (LSJ)

ἡ,
A office of praefectus, IG12(3).336.22 (Thera).
II = ἐπαρχία 1 SIG683.65 (ii B. C.), IG14.951 (i B. C.), etc.

Greek Monolingual

ἐπαρχεία, η (Α) έπαρχος
επιγρ.
1. η αρχή και το αξίωμα του επάρχου
2. επαρχία, το διαμέρισμα μιας επικράτειας που διοικείται από τον έπαρχο.

Chinese

原文音譯:™parc⋯a 誒普-阿而希阿
詞類次數:名詞(2)
原文字根:在上-原始
字義溯源:行政特區,省;由(ἐπί)*=在⋯上,在)與(ἄρχω)*=為首)組成
出現次數:總共(2);徒(2)
譯字彙編
1) 省(1) 徒25:1;
2) 省人(1) 徒23:34

French (New Testament)

c. ἐπαρχία