βεβουλευμένως
From LSJ
μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν → lead us not into temptation
English (LSJ)
Adv. advisedly, designedly, D.21.41.
Spanish (DGE)
adv. sobre el part. perf. de βουλεύω deliberadamente, a propósito ὑβρίζων D.21.41, cf. Poll.6.140.
German (Pape)
[Seite 441] mit Überlegung, Dem. 21, 41.
French (Bailly abrégé)
adv.
avec réflexion, à dessein.
Étymologie: βεβουλευμένος, part. pf. de βουλεύομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βεβουλευμένως, adv. ptc. perf. med. van βουλεύω, opzettelijk, weloverwogen.
Russian (Dvoretsky)
βεβουλευμένως: обдуманно, преднамеренно Dem.
Greek Monotonic
βεβουλευμένως: επίρρ. από μτχ. Παθ. παρακ. του βουλεύομαι, σκόπιμα, προμελετημένα, εσκεμμένα, εκ προθέσεως, σε Δημ.
Greek (Liddell-Scott)
βεβουλευμένως: ἐπίρρ. παθ. πρκμ. τοῦ βουλεύομαι, ἐσκεμμένως, ἐπίτηδες, Λατ. ex consulto, Δημ. 527. 21.
Middle Liddell
part. perf. pass. of βουλεύομαι,]
advisedly, designedly, Dem.