ἐπιπαρεμβάλλω

From LSJ
Revision as of 18:20, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")

Τίς, ξένος ὦ ναυηγέ; Λεόντιχος ἐνθάδε νεκρὸν εὗρέ σ᾿ ἐπ᾿ αἰγιαλοῦ, χῶσε δὲ τῷδε τάφῳ, δακρύσας ἐπίκηρον ἑὸν βίον· οὐδὲ γὰρ αὐτὸς ἥσυχος, αἰθυίῃ δ᾿ ἶσα θαλασσοπορεῖ. → Who art thou, shipwrecked stranger? Leontichus found thee here dead on the beach, and buried thee in this tomb, weeping for his own uncertain life; for he also rests not, but travels over the sea like a gull.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιπαρεμβάλλω Medium diacritics: ἐπιπαρεμβάλλω Low diacritics: επιπαρεμβάλλω Capitals: ΕΠΙΠΑΡΕΜΒΑΛΛΩ
Transliteration A: epiparembállō Transliteration B: epiparemballō Transliteration C: epiparemvallo Beta Code: e)piparemba/llw

English (LSJ)

A re-form, ἐ. φάλαγγα Plb.12.19.6. II. intr., fall into line with others, Id.3.115.10, 11.23.5.

German (Pape)

[Seite 968] (s. βάλλω), noch dazu, von Neuem hineinwerfen; τὴν φάλαγγα, die Phalanx herstellen, Pol. 12, 19, 6. Auch intrans., noch dazu einrücken, Pol. 3, 115, 10. 11, 23, 5.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιπαρεμβάλλω: воен.
1 перестраивать (φάλαγγα Polyb.);
2 перестраиваться: ἐξ ἀσπίδος ἐ. Polyb. заходить (к неприятелю) слева.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιπαρεμβάλλω: παρεμβάλλω προσέτι ἢ πλησίον, ἐπιπ. φάλαγγα, παρατάττω αὐτὴν ἐκ νέου, Πολύβ. 12. 19, 6. ΙΙ. ἀμετάβ., ἔρχομαι εἰς γραμμὴν μετ᾿ ἄλλων, ὁ αὐτ. 3. 115, 10., 11. 23, 4, κτλ.

Greek Monolingual

ἐπιπαρεμβάλλω (Α)
1. παρατάσσω ξανά, ανασυντάσσω («παραγγείλαντα πᾶσιν ἐπιπαρεμβαλεῖν τήν φάλαγγα», Πολ.)
2. (αμτβ.) μπαίνω στη γραμμή με άλλους («ἐξ ἀσπίδος ἐπιπαρενέβαλλον», Πολ.).