προεκκομίζω

From LSJ
Revision as of 10:49, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προεκκομίζω Medium diacritics: προεκκομίζω Low diacritics: προεκκομίζω Capitals: ΠΡΟΕΚΚΟΜΙΖΩ
Transliteration A: proekkomízō Transliteration B: proekkomizō Transliteration C: proekkomizo Beta Code: proekkomi/zw

English (LSJ)

A carry out beforehand, Hdt.2.63: metaph., ὑπὸ τῆς τύχης προκομισθεὶς ἀναίμακτος Plu.Tim. 37.
2 Med., προεκκομίζομαι = remove first, τῇ χειρί Hippiatr.75.

German (Pape)

[Seite 718] vorher heraustragen, -schaffen; Her. 2, 63; Plut. Timol. 37.

French (Bailly abrégé)

emporter, particul. porter en terre auparavant.
Étymologie: πρό, ἐκκομίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-εκκομίζω vooraf wegbrengen.

Russian (Dvoretsky)

προεκκομίζω: раньше выносить, заблаговременно переносить (τὸ ἄγαλμα εἰς ἄλλο οἴκημα Her.): τῶν κακῶς προεκκομισθείς Plut. ускользнувший от несчастий.

Greek (Liddell-Scott)

προεκκομίζω: ἐκκομίζω, ἐκφέρω πρότερον, Ἡρόδ. 2. 63, Πλουτ. Τιμολ. 37.

Greek Monolingual

ΜΑ
μσν.
μέσ. προεκκομίζομαι
κινώ, μετακινώ κάτι αρχικά («προεκκομίσασθαι τῇ χειρί», Ιππιατρ.)
αρχ.
μεταφέρω κάτι προηγουμένως («τὸ δὲ ἄγαλμα... προεκκομίζουσι τῇ προτεραίῃ ἐς ἄλλο οἴκημα ἱρόν» Ηρόδ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἐκκομίζω «μεταφέρω, μετακινώ»].

Greek Monotonic

προεκκομίζω: μέλ. Αττ. -ιῶ, μεταφέρω, εκφέρω από πριν, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

fut. Attic ιῶ
to carry out beforehand, Hdt.