προσψηφίζομαι
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
English (LSJ)
Dor. ποτιψᾱφίζομαι Supp.Epigr.3.674A18(Rhodes, ii B.C.):—vote besides, τινὰ εἴργεσθαι τῆς ἀγορᾶς Lys.6.24; Καίσαρι πενταετίαν App.BC2.18, cf. D.C.37.31, etc.: c. inf., π. τὴν σύγκλητον ὀμόσαι πᾶσαν Plu.Cat.Mi.32:—Pass., προσεψηφίσθη it was also voted, c. acc. et inf., D.C.56.28; τὰ προσεψηφισμένα, τὰ προσψηφισθησόμενα, Inscr.Magn.92b.15, 101.89.
German (Pape)
[Seite 789] durch Stimmenmehrheit dazu beschließen; Lys. 6, 24; Plut. durch Stimmenmehrheit dazu beschließen; Lys. 6, 24; Plut.
French (Bailly abrégé)
voter ou décider en outre.
Étymologie: πρός, ψηφίζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-ψηφίζομαι extra besluiten, met AcI:. προσεψηφίσασθε ὑμεῖς αὐτὸν εἴργεσθαι τῆς ἀγορᾶς u heeft speciaal besloten dat hij van de markt uitgesloten werd Lys. 6.24.
Russian (Dvoretsky)
προσψηφίζομαι: сверх того постановлять голосованием, выносить дополнительное решение Lys., Plut.
Greek Monolingual
Α
1. αποφασίζω κάτι επί πλέον με την ψήφο μου
2. (παθ. τριτοπροσ.) προσεψηφίσθη
αποφασίστηκε επί πλέον με ψηφοφορία.
Greek Monotonic
προσψηφίζομαι: μέλ. Αττ. -ιοῦμαι — Μέσ., ψηφίζομαι επιπλέον, παρέχω με την πλειονότητα των ψήφων, σε Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
προσψηφίζομαι: Μέσ., ψηφίζομαι προσέτι, εἵργεσθαί τινα τῆς ἀγορᾶς Λυσ. 105. 23· παρέχω διὰ πλειονοψηφίας, τινί τι Ἀππ. Ἐμφυλ. 2. 18, πρβλ. Πλουτ. Κάτωνα Νεώτ. 32, Δίωνα Κ. 37. 31, κτλ.· - κεῖται παθητικῶς ἐν τῷ ἀορ., προσεψηφίσθη, ἐψηφίσθη, δηλ. ἀπεφασίσθη προσέτι..., μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., ὁ αὐτ. 56. 28.
Middle Liddell
fut. Attic ιοῦμαι
Mid. to vote besides, grant by a majority of votes, Plut.