ἐπίσπορος
ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water
English (LSJ)
ἐπίσπορον, sown afterwards, οἱ ἐπίσποροι = posterity, A.Eu.673; τὰ ἐπίσπορα secondary crops, of vegetables, Thphr. HP 7.1.2, PTeb.27.37 (ii B.C.).
German (Pape)
[Seite 981] nachgesäet, οἱ ἐπίσποροι, die Nachkommen, Aesch. Eum. 643; τὰ ἐπίσπορα, die Gemüse, die mehrere Mal im Jahre gesäet, nachgesäet werden, Theophr.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
semé postérieurement ; fig. οἱ ἐπίσποροι ESCHL les descendants.
Étymologie: ἐπισπείρω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίσπορος: -ον, ὁ κατόπιν σπαρείς, οἱ ἐπίσποροι, οἱ μετέπειτα, οἱ ἀπόγονοι, Αἰσχύλ. Εὐμ. 673· τὰ ἐπ., λάχανα σπειρόμενα διὰ ὄψιμον συγκομιδήν, τὰ καλούμενα ἐπίσπορα· ταῦτα δ’ ἐστὶ τεύτλιον, θριδακίνη, εὔζωμον, λάπαθον, κτλ., Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 1, 2.
Greek Monolingual
ἐπίσπορος, -ον (Α) επισπείρω
1. αυτός που σπάρθηκε ύστερα
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ἐπίσποροι
οι απόγονοι
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐπίσπορα
λαχανικά που μπορούν να σπαρούν πολλές φορές τον χρόνο.
Greek Monotonic
ἐπίσπορος: -ον (ἐπισπείρω), αυτός που έχει σπαρεί κατόπιν, οἱ ἐπ., οι απόγονοι, οι μεταγενέστεροι, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
ἐπίσπορος, ον ἐπισπείρω
sown afterwards, οἱ ἐπ. posterity, Aesch.