krijger
From LSJ
Dutch > Greek
αἰχματάς, αἰχμητά, αἰχμητής, ἀσπιδηφόρος, ἀσπιδίτης, ἀσπιδιώτης, ἀσπιστήρ, ἀσπιστής, ἀσπίστωρ, ἐκπολεμιστής, ἥρως, κορυστής, λοχίτης, λοχῖτις, μαχαίτας, μαχατάρ, μαχατάς, μαχητής, μάχιμος, ὁπλιστάς, ὁπλιστής, ὁπλίτας, ὁπλίτης, ὁπλιτοπάλας, ὁπλιτοπάλης, ὁπλοφόρος, πολεμιστής, πτολεμιστής, στράτειος, στρατιώτης, τευχηστήρ, τευχηστής