κίττα
From LSJ
μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά → you are worried and bothered about so many things, thou art careful and troubled about many things, you are worried and upset about many things
English (LSJ)
κιτταβίζω, κιττάω, κίττησις, Att. for κισσ-. κιττάλης, v. κιξάλλης. κιττάναλον· ἡ κρησέρα (κρήσερα cod.), Hsch.; cf. gen. pl. κιθαναλλων dub. sens. in PSI5.485.2; χιταναλλων ib.19 (iii B.C.). κίτταρις, v. κίδαρις. κίτταρος, ὁ, wearer of κίδαρις (Cypr.), Hsch. κιττός, κιττοφόρος, κίττωσις, etc., Att. for κίσσωσις.
French (Bailly abrégé)
att. c. κίσσα.
Greek (Liddell-Scott)
κίττα: κιττᾰβίζω, κιττάω, κίττησις, Ἀττ. ἀντὶ κισσ-.
Greek Monolingual
κίττα, ἡ (Α)
(αττ. τ.) βλ. κίσσα.
Greek Monotonic
κίττα: κιττάω, Αττ. αντί κίσσα, κισσάω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κίττα -ης, ἡ, ook κίσσα, onomat., vlaamse gaai (vogel).
German (Pape)
att. = κίσσα.