διεχής
Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
English (LSJ)
ές, discontinuous, opp. συνεχής, Plu.2.115f, Aristid.Quint.3.10; σπεῖρα Procl.in Euc.p.119 F.
Spanish (DGE)
-ές
discontinuo op. συνεχής: τὰ δ' ἀγαθά Plu.2.115f, ὕλη Aristid.Quint.108.17, δ. ... ἐστι σπεῖρα ἡ ἔχουσα διάλειμμα Hero Def.97, cf. Procl.in Euc.119.16, ἀναλογία Procl.in Ti.2.173.11, ἡ σύνθεσις Dam.in Prm.454, cf. Theol.Ar.36
•subst. τὸ δ. discontinuidad τὸ μὴ δ. ... ὑμένος de la tela de araña, Plu.2.966e, cf. Aristid.Quint.108.21.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
interrompu, disjoint, séparé.
Étymologie: διέχω.
Russian (Dvoretsky)
διεχής: разделенный, раздельный, обособленный (ἀγαθὰ διεχῆ τε καὶ δυσκόλως συνερχόμενα πρὸς αὐτοῖς Plut.): μὴ δ. Plut. непрерывный, сплошной.
Greek (Liddell-Scott)
διεχής: -ές, κεχωρισμένος, ἀντίθ. συνεχής, Πλούτ. 2. 115F.
Greek Monolingual
διεχής, -ές (Α)
ξεχωρισμένος, ασυνεχής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διά + -εχής < έχω (πρβλ. συνεχής, προσεχής)].
German (Pape)
ές, auseinander gehalten, getrennt, Gegensatz συνεχής, Plut. Consol. Apoll. p. 353.