κάρρων
Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...
English (LSJ)
ον, gen. ονος, stronger, better, Dor. for κρείσσων, Alcm.89, Epich.165, Sophr.59, Ti.Locr.94c, AP7.413.7 (Antip.), Plu.Lyc.25; κάρρον ἐστίν c. inf., it is better to... Cerc.5.13:—hence καρρόθεν, Adv. from something better, Dam. ap. Suid. s.v. κάρρων.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κάρρων -ον Dor. comp. voor κρείσσων.
German (Pape)
ον, dor. = κρείσσων, Epicharm. Ath. VIII.363f; Plut. Pyrrh. 27 E.; bei Antip.Sid. 82 (VII.413) l.d.
Russian (Dvoretsky)
κάρρων: 2, gen. ονος дор. Plat., Plut., Anth. = κρείσσων.
Greek (Liddell-Scott)
κάρρων: -ον, γεν. ονος, Δωρ. ἀντὶ κρέσσων, κρείσσων, Ἀλκμὰν 83, Ἐπίχ. 115 Ahr., Σώφρων 27, Τίμ. Λοκρ. 94C, κ. ἀλλ.·―καρρόθεν, Ἐπίρρ., ἀπὸ τοῦ κρείττονος, Δαμάσκιος παρὰ Σουΐδ.―Πρβλ. κάρτα, κρατύς, κάρτιστος.
Greek Monolingual
κάρρων, -ον (Α)
καλύτερος (α. «πολλούς δὲ ἄνδρας Λακεδαίμων ἔχει τήνου κάρρονας», Πλούτ.
β. «ἄμμες δέ γ' ἐσόμεθα πολλῷ κάρρονες».).
[ΕΤΥΜΟΛ. Δωρ. τ. συγκριτ. βαθμού του επιθ. αγαθός. Ο τ. κάρρων < κάρσων, με αφομοίωση < κάρ-σσων, με απλοποίηση τών -σσ- < κάρτ-yων, με αφομοίωση (-τy- > -σσ- πρβλ. μέλιτ-ya > μέλισσα) < θ. καρτ-, πρβλ. καρτ-ερός].