διόπερ
μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.
English (LSJ)
or δι' ὅπερ, v. διό.
Spanish (DGE)
conj. causal por lo que precisamente φύσις δὲ αὐτάρκης· διόπερ νικᾷ Democr.B 176, cf. 181, 191, Hp.Hum.13, Th.8.50, 92, Pl.Lg.679c, Ep.309c, And.Myst.10, X.Cyr.5.1.13, Isoc.1.5, 12, D.1.23, 9.46, Arist.PA 640a19, IG 11(4).1052.11 (III a.C.), PZen.Col.87.7 (III a.C.), Plb.1.12.8, 4.16.3, 12.20.7, Sardis 4.7 (II a.C.), D.S.5.77, LXX 2Ma.14.19, Aesop.1, 136, POxy.3643.5 (II d.C.).
French (Bailly abrégé)
p. δι’ ὅπερ;
conj.
1 c'est pourquoi;
2 parce que.
Étymologie: διά, ὅπερ.
Russian (Dvoretsky)
διόπερ: [δι᾽ ὅπερ
1 ввиду чего, а поэтому Thuc., Dem., Plut.;
2 потому что Xen., Dem.
Greek (Liddell-Scott)
διόπερ: ἢ δι’ ὅπερ, ἴδε ἐν λ. διό.
English (Strong)
from διό and περ; on which very account: wherefore.
English (Thayer)
conjunction (from διό and the enclitic particle περ (which see)) (from Thucydides down); on which very account (A. V. wherefore): Treg. διό περ); L T Tr WH διό.
Greek Monolingual
διόπερ (AM) (επιτατ. του διό)
γι' αυτό ακριβώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διό + περ].
Greek Monotonic
διόπερ: ή δι'ὅπερ, = διό, σε Θουκ.
Middle Liddell
conj
δι' ὅπερ, = διό, Thuc.
Chinese
原文音譯:diÒper 笛-哦-胚而
詞類次數:連詞(3)
原文字根:經過-這-即使
字義溯源:全然如此,所以,為此,故此;由(διό)=藉此)與(περ)=多,果然)組成;其中 (διό)又由(διά)*=通過,藉此)與(ὅς / ὅσγε)*=那)組成,而 (περ)出自(πέραν)=那邊), (πέραν)出自(πειράω)X*=穿過)
出現次數:總共(2);林前(2)
譯字彙編:
1) 故此(1) 林前10:14;
2) 所以(1) 林前8:13
German (Pape)
= διό, eben deshalb; Thuc. 1.71 und Folgde; nur deshalb weil, Xen. Mem. 4.8.7.