γνάψις
From LSJ
οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)
English (LSJ)
εως, ἡ, dressing of cloth, Pl.Plt.282e, Sch.Ar.Pl.166.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 en el telar apresto de las hebras de la urdimbre πρὸς τὴν τῆς γνάψεως ὁλκήν Pl.Plt.282e, παρὰ τὴν τοῦ φάρους γνάψιν Sch.Ar.Pl.166, περὶ γνάψιν ἱματίων Plu.2.99d.
2 taller del batanero, SB 9834.b.3 (IV d.C.).
Greek Monolingual
γνάψις, η (Α) γνάπτω
κατεργασία και ύφανση μαλλιού, λιναριού κ.λπ.
German (Pape)
weichere Form für κνάψις.