εὔσωμος

From LSJ
Revision as of 19:54, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "VLL</i>" to "Vetera Lexica</i>")

Καρπὸς γὰρ ἀρετῆς ἐστιν εὔτακτος βίος → Composita recte vita frux virtutis est → Ein wohlgeordnet Leben ist der Tugend Frucht

Menander, Monostichoi, 298
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔσωμος Medium diacritics: εὔσωμος Low diacritics: εύσωμος Capitals: ΕΥΣΩΜΟΣ
Transliteration A: eúsōmos Transliteration B: eusōmos Transliteration C: eysomos Beta Code: eu)/swmos

English (LSJ)

ον, sound in body, EM105.46. εὐσωπία· ἡσυχία, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

εὔσωμος: -ον, εὔρωστος τὸ σῶμα, εὔσαρκος, κοινῶς «γεμᾶτος» Ἐτυμολ. Μ. 105. 46.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὔσωμος, -ον)
αυτός που έχει καλή σωματική διάπλαση
νεοελλ.
σωματώδης, μεγαλόσωμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -σωμος (< σώμα) πρβλ. μεγαλό-σωμος, τρί-σωμος].

German (Pape)

wohlbeleibt, Vetera Lexica.