γδοῦπος

From LSJ
Revision as of 11:03, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei

Menander, Monostichoi, 148
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γδοῦπος Medium diacritics: γδοῦπος Low diacritics: γδούπος Capitals: ΓΔΟΥΠΟΣ
Transliteration A: gdoûpos Transliteration B: gdoupos Transliteration C: gdoypos Beta Code: gdou=pos

English (LSJ)

γδουπέω, poet. forms for δοῦπος, δουπέω (esp. in compds., e.g. ἐρίγδουπος, ἐριγδουπέω)
A, ἐπὶ δ' ἐγδούπησαν Il.11.45.

French (Bailly abrégé)

v. δοῦπος.

Greek (Liddell-Scott)

γδοῦπος: γδουπέω, ποιητ. ἐκτεταμένος τύπος ἀντὶ δοῦπος, δουπέω (ἰδίως ἐν συνθέτ., π.χ. ἐρίγδουπος, ἐριγδουπέω), ἐπὶ δ’ ἐγδούπησαν Ἰλ. Λ. 45.

Greek Monolingual

ο (AM γδοῦπος)
βαρύς, υπόκωφος χτύπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητικός τ. του δούπος. Το αρχικό συμφωνικό σύμπλεγμα γδ- οφείλεται σε εκφραστικό ηχομιμητικό σχηματισμό (πρβλ. κτυπώ, κτύπος: τύπος). Μικρός είναι ο αριθμός τών συνθέτων σε -γδουπος έναντι εκείνων σε -δουπος.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό: -γδουπος) βαρύγδουπος
αρχ.
αλίγδουπος, ερίγδουπος, μασίγδουπος, μελίγδουπος.

German (Pape)

p. = δοῦπος, in Zusammensetzungen, vgl. ἐρίγδουπος; Tmesis Il. 11.45 ἐπὶ δ' ἐγδούπησαν, Scholl. Aristonic. ἡ διπλῆ, ὅτι διὰ τὸ μέτρον παράκειται τό γ· τὸν δὲ δοῦπον οὐκ ἂν εἴποι γδοῦπον.