ἀκροβολέω
From LSJ
τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind
English (LSJ)
A throw, καλαύροπα AP6.106 (Zon.). II Astrol., = ἀκτινοβολέω, Man.4.354.
Spanish (DGE)
1 lanzar καλαύροπα AP 6.106 (Zon.).
2 astr. estar en aspecto por la izquierda Ἑρμείου δ' ἀκτῖνες ἐπὴν Κρόνον ἀκροβολῶσιν Man.4.354.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
c. ἀκροβολίζομαι.
German (Pape)
(aus der Ferne), schleudern, καλαύροπα Zon. 4 (VI.106). Bei Man. 4.554 von den Strahlen der Sonne.
Russian (Dvoretsky)
ἀκροβολέω: Anth. = ἀκροβολίζω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκροβολέω: εἶμαι ἀκροβόλος, σφενδονῶ, Ἀνθ. Π. 6, 106.
Greek Monotonic
ἀκροβολέω: (ἀκροβόλος), εκσφενδονίζω, πετώ με σφεντόνα, σε Ανθ.