νυσταγμός
καλῶς δρῶν ἐξαμαρτεῖν μᾶλλον ἢ νικᾶν κακῶς → I would prefer to fail with honor than to win by evil | I prefer to fail by acting rightly rather than win by acting wrongly | Better fail by doing right, than win by doing wrong (Sophocles, Philoctetes 95)
English (LSJ)
ὁ, drowsiness, Hp.VM10, LXX Ps.131(132).4, al.: in plural, Porph.Abst.I. 28.
German (Pape)
Russian (Dvoretsky)
νυσταγμός: ὁ сонливое состояние, дремота Arst.
Greek (Liddell-Scott)
νυσταγμός: ὁ, ἡ ἐπιγινομένη ἐκ τοῦ ὕπνου καταφορά, τὸ νυστάζειν, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 12, Ἀριστ. π. Φυτ. 1. 2, 4.
Greek Monolingual
ο (ΑΜ νυσταγμός)
διάθεση για ύπνο, νύστα
νεοελλ.
ιατρ. ακούσιες σύντομες ταλαντωσικές κινήσεις τών οφθαλμών οι οποίες γίνονται ταχύτατα και κατά οριζόντια ή κατακόρυφη διεύθυνση ή κατά περιστροφική έννοια
μσν.
μτφ. νωθρότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νυστάζω. Η λ. με τη νεοελλ. ιατρ. σημ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. nystagmus].