τρυφερότης
From LSJ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
English (LSJ)
-ητος, ἡ, luxury, Arist.EE1221a9, LXX De. 28.56, Ath.12.544f.
Greek (Liddell-Scott)
τρῠφερότης: -ητος, ἡ, ἁβρότης, ἁπαλότης, λεπτότης, μαλθακότης, Ἀριστ. Ἠθικ. Εὐδ. 2. 3, 4, Ἀθήν. 544Ε.
Russian (Dvoretsky)
τρῠφερότης: ητος ἡ изнеженность, тж. нега, роскошь Arst.
German (Pape)
ητος, ἡ, Weichlichkeit, Üppigkeit; weichliche, schwächliche Leibesbeschaffenheit, Ath. XII.544f und andere Spätere