αἰειγενέτης
μηδέν' ὀλβίζειν, πρὶν ἂν τέρμα τοῦ βίου περάσῃ μηδὲν ἀλγεινὸν παθών → Count no man blessed 'til he's passed the endpoint of his life without grievous suffering. (Sophocles, King Oedipus 1529f.)
English (LSJ)
ὁ, poet. for ἀειγενέτης (everlasting), Il.2.400, Od.2.432, al.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ eterno, que vive siempre sólo de los dioses θεῶν αἰειγενετάων Il.2.400, Od.23.81, Hes.Th.548, 893, 993, h.Cer.36, θεοῖσ' αἰειγενετῇσιν Il.3.296, 6.527, Od.2.432, Hes.Fr.283.3.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj.
immortel.
Étymologie: ἀεί, γίγνομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
αἰειγενέτης -ου ἀεί, γίγνομαι als adj., die altijd is, bestaat.
German (Pape)
ewig, Hom. nur θεῶν Αἰειγενετάων Il. 2.400, 7.53, 14.244, 333, 16.93, Od. 23.81, 24.373, θεοῖς αἰειγενέτῃσιν Il. 3.296, 6.527, 20.104, Od. 2.432, 14.446, immer Versende.
Russian (Dvoretsky)
αἰειγενέτης: вечный (θεοί Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
αἰειγενέτης: ὁ, ποιητ ἀντὶ τοῦ ἀειγενέτης, Ἰλ. Β. 400, Ὀδ. Β. 432, κ. ἀλλ. (περὶ συνθέτων ἐκ τοῦ αἰεί, τὰ ὁποῖα ἐνταῦθα παραλείπονται, ἴδε ἐν τῷ τύπῳ ἀει-).
English (Autenrieth)
Greek Monotonic
αἰειγενέτης: ὁ, ποιητ. αντί ἀειγενέτης.