νηλεόποινος

From LSJ
Revision as of 12:34, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νηλεόποινος Medium diacritics: νηλεόποινος Low diacritics: νηλεόποινος Capitals: ΝΗΛΕΟΠΟΙΝΟΣ
Transliteration A: nēleópoinos Transliteration B: nēleopoinos Transliteration C: nileopoinos Beta Code: nhleo/poinos

English (LSJ)

ον, punishing ruthlessly, epithet of the Κῆρες, Hes.Th.217.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui châtie sans pitié.
Étymologie: νηλεής, ποινή.

German (Pape)

unbarmherzig strafend, ohne Mitleid züchtigend, Κῆρες, Hes. Th. 217, wo Stob. ecl. phys. p. 9 ἠλεόποινος, Torheit strafend, las; auch ἠλιτόποινος wurde gelesen, was aber »Strafe verfehlend, vermeidend« heißen würde, wonach Ruhnk. νηλιτόποινος vermutet; eben so schwankt die Lesart Orph. Arg. 1362.

Russian (Dvoretsky)

νηλεόποινος: безжалостно карающий (Κῆρες Hes.).

Greek (Liddell-Scott)

νηλεόποινος: -ον, ὁ ἄνευ ἐλέους, ἀσπλάγχνως τιμωρῶν, ἐπίθετον τῶν Κηρῶν, Ἡσ. Θ. 217: μνημονεύεται ἐκ τῶν τοῦ Στοβ. Ἐκλογ. 2. 9, ἠλεόποινοι, αἱ τιμωροῦσαι τὴν μωρίαν, καὶ ὁμοία διάφ. γραφ. ἀπαντᾷ ἐν Ὀρφ. Ἀργ. 1362: ὁ Ruhnk. προτιμᾷ τὴν γραφὴν νηλιτόποινος, ὁ τιμωρῶν τὸν ἔνοχον.

Greek Monolingual

νηλεόποινος, -ον (Α)
(επίθ. για τις Κῆρες, αδελφές του Θανάτου, κόρες της Νυκτός) αυτός που τιμωρεί χωρίς έλεος, σκληρά, άσπλαχνα («καὶ Μοίρας και Κῆρας ἐγείνατο νηλεοποίνους», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νηλεής «άσπλαχνος» + -ποινος (< ποινή), πρβλ. νή-ποινος, υστερό-ποινος].

Greek Monotonic

νηλεόποινος: -ον (ποινή), αυτός που τιμωρεί χωρίς οίκτο, που τιμωρεί χωρίς έλεος, επίθ. των Κηρών, σε Ησίοδ.

Middle Liddell

νηλεό-ποινος, ον, ποινή
punishing without pity, ruthlessly punishing, Hes.