ἐπιστράτευσις
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
εως, ἡ, = ἐπιστρατεία (march, expedition against), Hdt. 3.4.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
expédition contre.
Étymologie: ἐπιστρατεύω.
German (Pape)
der Feldzug gegen Jemand, Her. 3.4.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιστράτευσις: εως ἡ Her. = ἐπιστρατεία.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιστράτευσις: -εως, ἡ, = τῷ προηγ., Ἡρόδ. 3. 4.
Greek Monotonic
ἐπιστράτευσις: -εως, ἡ, = το προηγ., σε Ηρόδ.
Middle Liddell
ἐπιστράτευσις, εως = ἐπιστρᾰτεία, Hdt.]