δίδημι
γεγόναμεν γὰρ πρὸς συνεργίαν ὡς πόδες, ὡς χεῖρες, ὡς βλέφαρα, ὡς οἱ στοῖχοι τῶν ἄνω καὶ κάτω ὀδόντων. τὸ οὖν ἀντιπράσσειν ἀλλήλοις παρὰ φύσιν → we are all made for mutual assistance, as the feet, the hands, and the eyelids, as the rows of the upper and under teeth, from whence it follows that clashing and opposition is perfectly unnatural
English (LSJ)
Aeol. inf. δίδην and pres. ind. δίδει Hsch., part. διδείς, εῖσα, έν, GDI2156, al. (Delph.), fem. δ[ιδέ]ουσα Delph.3(2).131: redupl. form of δέω (A):—bind, fetter, ὥ ποτ' Ἀχιλλεὺς… δίδη μόσχοισι λύγοισιν (Ep. 3 impf. for ἐδίδη) Il.11.105; οἱ δέ σ'… ἐν δεσμοῖσι διδέντων (Aristarch. for δεόντων) let them bind thee, Od.12.54: 3pl. ind. διδέᾱσι X.An.5.8.24 (v.l. δεσμεύουσι).
Spanish (DGE)
• Morfología: [pres. ind. 3a plu. διδέασι X.An.5.8.24, imperat. 3a plu. διδέντων Od.12.54; ép. impf. 3a sg. sin aum. δίδη Il.11.105]
atar, sujetar ὥ ποτ' Ἀχιλλεὺς ... δίδη μόσχοισι λύγοισι a los dos en otro tiempo Aquiles los ató con flexibles mimbres, Il.l.c., οἱ δέ σ' ἐνὶ ... δεσμοῖσι διδέντων Od.l.c., τοὺς κύνας X.l.c., abs. μαστιγοῦσα καὶ διδεῖσα GDI 2216.20 (II/I a.C.), cf. 2156.18 (Delfos I d.C.), EM 273.3G.
• Etimología: Pres. red. de *deHi̯1-, que da lugar a δέω q.u.
German (Pape)
[Seite 615] Nebenform von δέω, binden; Homer vom Fesseln von Menschen: Iliad. 11, 105 ὥ ποτ' Ἀχιλλεὺς Ἴδης ἐν κνημοῖσι δίδη μόσχοιο λύγοισιν; Odyss. 12, 54 οἱ δέ σ' ἔτι πλεόνεσσι τότ' ἐν δεσμοῖσι διδέντων, v.l. δεόντων, Scholl. Didym. δεόντων: Ἀρίσταρχος γράφει διδέντων, ὡς τιθέντων. – Xenoph. An. 5, 8, 24 διδέασι. διδράσκω, fut. δράσομαι, aor. ἔδραν, δρᾶναι, δράς, ion. διδρήσκω, gew. nur in Zusammensetzungen mit ἀπό, διά, ἐκ; das simplex stellt Schäfer Plut. Lucull. 8 her.
French (Bailly abrégé)
seul. aux formes suiv. : prés. ind. 3ᵉ pl. διδέασι, part. gén. plur. διδέντων, impf. 3ᵉ sg. δίδη;
c. δέω¹, lier.
Étymologie: R. Δε, lier, avec redoubl.
Russian (Dvoretsky)
δίδημι: (ῐ) (= δέω I)
1 связывать (τινὰ μόσχοισι λύγοισιν Hom.);
2 привязывать (τοὺς κύνας χαλεπούς Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
δίδημι: Ἐπ. μετ’ ἀναδιπλ. τύπος τοῦ ῥήμ. δέω (ὡς τίθημι τοῦ *θέω), δένω, δεσμεύω, ὥ ποτ’ Ἀχιλλεὺς… δίδη μόσχοισι λύγοισιν (Ἐπ. γ΄ παρατ. ἀντὶ ἐδίδη) Ἰλ. Λ. 105· οἱ δέ σ’… ἐν δεσμοῖσι διδέντων (κατὰ Pors. ἀντὶ δεόντων), ἄς σε δέσωσιν, Ὀδ. Μ. 54· γ΄ πληθ. ὁριστ. διδέᾱσι ἀπαντᾷ παρὰ Ξεν. Ἀν. 5. 8, 24 (κοινῶς δεσμεύουσι).
English (Autenrieth)
(parallel form of δέ Od. 24.2), ipf. 3 sing. δίδη, imp. διδέντων (v.l. δεόντων): bind, Il. 1.105 and Od. 12.54.
Greek Monolingual
δίδημι (Α)
δένω, δεσμεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. δένω].
Greek Monotonic
δίδημι: γʹ πληθ. διδέᾱσι, γʹ ενικ. Επικ. παρατ. δίδη, γʹ πληθ. προστ. διδέντων — Επικ. αναδιπλ. τύπος του δέω (όπως το τίθημι του *θέω), αλυσοδένω, δεσμεύω, περιορίζω, σε Όμηρ.
Frisk Etymological English
See also: s. 1. δέω.
Middle Liddell
[epic redupl. form of δέω, as τίθημι of *θέω]
to bind, fetter, Hom.
Frisk Etymology German
δίδημι: {dídēmi}
See also: s. 1. δέω.
Page 1,387