κανόνιον

From LSJ
Revision as of 10:23, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰνόνιον Medium diacritics: κανόνιον Low diacritics: κανόνιον Capitals: ΚΑΝΟΝΙΟΝ
Transliteration A: kanónion Transliteration B: kanonion Transliteration C: kanonion Beta Code: kano/nion

English (LSJ)

τό,
A small bar or rod, Ph.Bel.74.11, HeroSpir.1.5, al., Apollod.Poliorc.182.6, Hero Bel.77.1.
II compass, S.E.M. 10.149, 153.
III = σταμίς, Poll.1.92.
IV tabulation, table, Ptol.Harm.2.15, Gaud.Harm.22, Vett.Val.321sq.
V correct list, PLond.2.259.126(i A. D.).
VI Dim. of κανών 1.10, Ptol.Harm.1.15(pl.), 2.13.

German (Pape)

[Seite 1321] τό, dim. von κανών, Luc. Harmon. 3; S. Emp. adv. phys. 2, 153 als mathem. Instrument. – Nach Poll. 1, 92 heißen auch in den Schiffen mit einem Verdeck so τὰ ξύλα, ἐφ' ὧν αἱ σανίδες ἐπίκεινται.

Russian (Dvoretsky)

κᾰνόνιον: τό
1 маленькое правило, известного рода или в некотором смысле критерий Luc.;
2 измерительный прибор, линейка, мера Sext.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰνόνιον: το, ὑποκοριστ. τοῦ κανών, Ἥρων ἐν Μath. Vett. 251. II. = τῷ ἑπομ., Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 10. 149, 153. ΙΙΙ. = σταμίς, Πολύδ. Α΄, 92. ΙV. διάγραμμα πρὸς εὕρεσιν τοῦ Πάσχα κλ., Μάξιμ. Ὁμολ. 1217C κἑξ.

Greek Monolingual

κανόνιον, τὸ (AM)
μσν.
διάγραμμα για τον καθορισμό του Πάσχα
αρχ.
1. μικρή ράβδος για μέτρηση γραμμών ή επιφανειών
2. διαβήτης ή όργανο για μέτρηση τόξων
3. καθένα από τα ορθά ξύλα που βρίσκονται στα πλαϊνά μέρη του πλοίου
4. μαθηματικό διάγραμμα
5. (ως υποκορ. του κανών) όργανο που είχε μια χορδή και χρησιμοποιούνταν από τους θεωρητικούς μουσικούς, αλλ. μονόχορδο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κανών + υποκορ. κατάλ. -ιον, πρβλ. λόγιον, μαχαίριον].