ἐξορμέω

From LSJ
Revision as of 18:40, 28 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿ'Œœ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2, $3;")

Ἐλεύθερον φύλαττε τὸν σαυτοῦ τρόπον → Te liberum ipse moribus praesta tuis → Die Freiheit wahre deiner eignen Lebensart

Menander, Monostichoi, 144
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξορμέω Medium diacritics: ἐξορμέω Low diacritics: εξορμέω Capitals: ΕΞΟΡΜΕΩ
Transliteration A: exorméō Transliteration B: exormeō Transliteration C: eksormeo Beta Code: e)corme/w

English (LSJ)

to be out of harbour, run to sea, Lycurg.17, And.1.11, Is. 6.27: metaph., ἐ. ἐκ τῆς πόλεως Aeschin.3.209; ἐ. ἐκ τοῦ νοῦ to be out of one's senses, Paus.3.4.1.

German (Pape)

[Seite 888] außerhalb des Hafens, auf der Rhede liegen, auch auslaufen, in See gehen; νεὼς περὶ τὴν ἀκτὴν ἐξορμούσης (v.l. ἐξορμώσης), Lycurg. 17; vgl. Andoc. 1, 11; Is. 6, 27; ἐκ τῆς πόλεως, fortgehen, Aesch. 3, 299. – Übertr., ἐκ τοῦ νοῦ, um seinen Verstand kommen, Paus. 3, 4, 1.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 sortir du port, gagner le large;
2 p. ext. sortir en gén.
Étymologie: ἔξορμος.

Russian (Dvoretsky)

ἐξορμέω:
1 выходить из гавани, выходить в открытое море (ἡ ναῦς ἐξώρμει Μουνυχίασι Isae.);
2 выходить, уходить (ἐκ τῆς πόλεως Aeschin.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐξορμέω: ἐπὶ νεώς, εἶμαι ἢ προεκπλέω ἔξω τοῦ ὅρμου, τῆς νεὼς ἤδη περὶ τὴν ἀκτὴν ἐξορμούσης Λυκοῦργ. 17, πρβλ. Ἀνδοκ. 1. 11, Ἰσαῖον, 59. 7· μεταφ., οὐκ οἰκεῖς, ὡς δοκεῖς, ἐν Πειραιεῖ, ἀλλ’ ἐξορμεῖς ἐκ τῆς πόλεως Αἰσχίν. κατὰ Κτησ. 59, 8· Κλεομένης δὲ ἐξώρμει τὰ πολλὰ ἐκ τοῦ νοῦ, ἐγίνετο ἔξω φρενῶν, Παυσ. 3. 4, 1· πρβλ. ἐκπλέω.

Greek Monotonic

ἐξορμέω: μέλ. -ήσω, είμαι έξω απ' τον όρμο ή το λιμάνι, σε Αισχίν.

Middle Liddell

fut. ήσω
to be out of harbour, run out, Aeschin.