ῥωγάς

From LSJ
Revision as of 11:18, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " sc. " to " ''sc.'' ")

Ὥσπερ οἱ ἐρωτικοὶ ἀπὸ τῶν ἐν αἰσθήσει καλῶν ὁδῷ προϊόντες ἐπ' αὐτὴν καταντῶσι τὴν μίαν τῶν καλῶν πάντων καὶ νοητῶν ἀρχήν → Just as lovers systematically leave behind what is fair to sensation and attain the one true source of all that is fair and intelligible

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥωγάς Medium diacritics: ῥωγάς Low diacritics: ρωγάς Capitals: ΡΩΓΑΣ
Transliteration A: rhōgás Transliteration B: rhōgas Transliteration C: rogas Beta Code: r(wga/s

English (LSJ)

άδος, ὁ, ἡ, = ῥωγαλέος (broken, cleft, rent, torn), ragged, πήρη Babr. 86 ; ῥ. πέτραι cloven rocks, clefts in the rocks, Theoc. 24.95, cf. ARh. 4.1448, Nic. Th. 389 ; κάπετος ῥ. Posidipp. ap. Ath. 8.414e.

German (Pape)

[Seite 854] άδος, ὁ, ἡ, 1) zerrissen, gespalten, κάπετος, Posidiup. bei Ath. 414 e; als subst. ἡ ῥωγάς, sc. γῆ, Erdriß, Erdspalt, Kluft, Höhle. – 2) sc. πέτρα, abgerissenes Felsstück, Ap. Rh. 4, 1448, ῥωγάδος ἐκ πέτρης, wie Nic. Ther. 389. 644; vgl. Theocr. 24, 93.

French (Bailly abrégé)

άδος
adj. f.
déchiré, fendu, creusé.
Étymologie: ῥώξ.

Russian (Dvoretsky)

ῥωγάς: άδος (ᾰδ) adj. f
1 рваная (πήρη Babr.);
2 обрывистая, крутая (πέτρα Theocr.).

Greek (Liddell-Scott)

ῥωγάς: -άδος, ὁ, ἡ, (ῥώξ) = τῷ προηγ., διεσχισμένη, διερρωγυῖα, πήρη Βάβρ. 86· ῥ. πέτρα, κρημνὸς διεσχισμένος, Θεόκρ. 24. 94, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1448, πρβλ. Νικ. Θ. 389· κάπετος ῥ. Ποσείδιππος παρ’ Ἀθην. 414Ε· - πρβλ. ῥαγάς, ἀπορρώξ. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ῥῆγμα ἐν τοίχῳ, παρ’ Ἡσυχ., ὅστις μνημονεύει καὶ τὴν λέξιν ῥωγή, ἡ.

Greek Monolingual

-άδος, ὁ, ἡ, Α
1. ως επίθ. ξεσχισμένος, κουρελιασμένος
2. ως ουσ. (κατά τον Ησύχ.) ρήγμα, σχίσμα γης, χάσμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα ῥωγ- του ῥήγνυμι (πρβλ. ῥώξ, ῥωγός) + κατάλ. -άς, -άδος (πρβλ. πεδι-άς)].

Greek Monotonic

ῥωγάς: -άδος, ὁ, ἡ (ῥώξ), = το προηγ., κουρελιασμένος, σε Βάβρ.· ῥωγὰς πέτρα, αποσπασμένος βράχος, βράχος που έχει διαρραγεί, που έχει διασχιστεί, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

ῥωγάς, άδος, [ῥώξ] = ῥωγᾰλέος]
ragged, Babr.; ῥ. πέτρα a cloven rock, Theocr.