ναυάγιον

From LSJ
Revision as of 17:53, 27 November 2022 by Spiros (talk | contribs)

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ναυᾱγιον Medium diacritics: ναυάγιον Low diacritics: ναυάγιον Capitals: ΝΑΥΑΓΙΟΝ
Transliteration A: nauágion Transliteration B: nauagion Transliteration C: navagion Beta Code: naua/gion

English (LSJ)

Ion. ναυήγιον, τό, A piece of wreckage, Men.536.9, Arist.Pr.932a1: mostly in plural, A.Pers.420, Hdt.7.191, 8.12, al., Lys.2.38, Th.1.50, etc.; πολλοὺς ἀριθμοὺς ἄγνυται ναυαγίων, i. e. is shivered into a thousand pieces, E.Hel.410: metaph., ναυάγια ἱππικά wreck of an overturned chariot, S.El.730, 1444; ἀνδρῶν δαιτυμόνων ναυάγιον the wreck of a feast, Choeril.9; τὰ ναυάγια τῆς πόλεως Demad. ap. Plu.2.803a; ναυάγια οἴκων ib. 517f. II later, = ναυαγία, ναυαγίῳ περιπεσεῖν Str.4.1.7.

German (Pape)

[Seite 230] τό, ion. ναυήγιον, Schiffstrümmer, Wrack; ἐρειδόμενον ναυαγίοις, Pind. I. 1, 36, richtiger ναυαγίαις (vgl. ἐρείδω); Tragg., θάλασσα ναυαγίων πλήθουσα, Aesch. Pers. 412; Eur. Hec. 417. 514; u. in Prosa, ναυήγια Her. 7, 191. 8, 18 u. öfter; τὰ ναυάγια ἀνελκύσαντες, Thuc. 7, 23; ναυαγίων ἐκράτησαν, Zeichen der gewonnenen Seeschlacht, 4, 14; πρὸς τὰ ναυάγια καὶ τοὺς νεκροὺς ἐτράποντο, 1, 50; auch ἀναιρεῖσθαι τὰ ναυάγια, wie die Todten, Xen. Hell. 1, 7, 10 u. Folgde; ποιεῖσθαι τὸν ὅρμον ἐπὶ τῶν ναυαγίων, Pol. 16, 8, 2; ἐπὶ λεπτοῦ ναυαγίου διαφερόμενος, Plut. Pomp. 32; u. übertr. auf andere Dinge, von Wagentrümmern, ἐπίμπλατο ναυαγίων Κρισσαῖον ἱππικῶν πέδον, Soph. El. 730, wie Choeril. bei Ath. XI, 464 b den zerbrochenen Becher ἀνδρῶν δαιτυμόνων ναυάγιον nennt; Plut. oft. – Bei Sp. auch = ναυαγία, vgl. Lob. Phryn. 519.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 débris d'un naufrage d'ord. au plur., épave;
2 naufrage.
Étymologie: ναυαγός.

Russian (Dvoretsky)

ναυάγιον: ион. ναυήγιον (ᾱγ) τό (преимущ. pl.)
1 остатки разбитого корабля, обломок от кораблекрушения (θάλασσα ναυαγίων πλήθουσα Aesch.);
2 обломок: ναυάγια ἱππικά Soph. обломки разбитых колесниц;
3 перен. крушение, гибель (τῆς πόλεως, οἴκων Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ναυάγιον: [ᾱ], Ἰων. ναυήγιον, τό, λείψανον πλοίου συντριφθέντος, Μέναδρ. ἐν Ἀδήλ. 7. 9, Ἀριστ. Προβλ. 23. 5· τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., Ἡρόδ. 7. 191., 8. 12, κ. ἀλλ., Αἰσχύλ. Πέρσ. 420, Λυσ. 194. 18, Θουκ. 1. 50· ναῦς δὲ πρὸς πέτρας πολλοὺς ἀριθμοὺς ἄγνυται ναυαγίων, θραύεται εἰς χίλια τεμάχια, Εὐρ. Ἑλ. 410· μεταφορ., ναυάγια ἱππικά, τὰ συντρίμματα ἀνατραπέντος ἅρματος, Σοφ. Ἠλ. 730, 1444· ἀνδρῶν δαιτυμόνων ναυάγιον, λείψανον εὐωχίας, ἐπὶ τεθραυσμένης κύλικος, Χοιρίλ. σ. 165, ἔνθα ἴδε Näke· τὰ ναυάγια τῆς πόλεως Δημάδ. παρὰ Πλουτ. 2. 803Α, πρβλ. 517F. ΙΙ. παρὰ μεταγεν. ἐν χρήσει ἀντὶ τοῦ ναυαγία, ἡ, Στράβ. 183· πρβλ. Λοβεκ. Φρύνιχ. 519.

Greek Monotonic

ναυάγιον: [ᾱ], τό, Ιων. ναυήγιον,
I. απομεινάρι, λείψανο ναυαγισμένου πλοίου, σε Ηρόδ., Αισχύλ., Θουκ.· μεταφ., ναυάγια ἱππικά, συντρίμμια άρματος που ανατράπηκε, σε Σοφ.
II. αντί ναυαγία, , σε Στράβ.

Middle Liddell


I. a piece of wreck, Hdt., Aesch., Thuc.: metaph., ναυάγια ἱππικά the wreck of a chariot, Soph.
II. = ναυαγία, Strab. [from ναυᾱγός]