μνιαρός

From LSJ
Revision as of 10:47, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2.<br")

Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch

Menander, Monostichoi, 422
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μνῐᾰρός Medium diacritics: μνιαρός Low diacritics: μνιαρός Capitals: ΜΝΙΑΡΟΣ
Transliteration A: mniarós Transliteration B: mniaros Transliteration C: mniaros Beta Code: mniaro/s

English (LSJ)

ά, όν, A mossy, πλαταμῶνες Opp.H.2.167. 2 soft as moss, τάπης AP6.250 (Antiphil.).

German (Pape)

[Seite 196] moosig, moosartig, πλαταμῶνες, Opp. H. 2, 167. – Überhaupt = wollig, weich, τάπης, Antiphil. 6 (VI, 250).

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
1 de mousse, moussu;
2 moelleux comme la mousse.
Étymologie: μνίον.

Greek Monolingual

μνιαρός, -ά, -όν (Α) μνίον
1. αυτός που είναι γεμάτος από μνία
2. αυτός που είναι μαλακός όπως τα μνία.

Greek Monotonic

μνιᾰρός: -ά, -όν, αυτός που έχει την υφή του βρύου, απαλός σαν βρύο, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

μνῐᾰρός: покрытый мхом, мшистый или мягкий как мох (τάπης Anth.).

Middle Liddell

μνιᾰρός, ή, όν
mossy, soft as moss, Anth. [from μνίον