Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σταθμητός

From LSJ
Revision as of 22:25, 11 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?)’([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)" to "$1'$2")

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σταθμητός Medium diacritics: σταθμητός Low diacritics: σταθμητός Capitals: ΣΤΑΘΜΗΤΟΣ
Transliteration A: stathmētós Transliteration B: stathmētos Transliteration C: stathmitos Beta Code: staqmhto/s

English (LSJ)

ή, όν, to be measured, ἐμοὶ οὐδὲν σ. 'I am nothing to judge by', Pl. Chrm.154b, cf. Poll.4.93; οὔτε πλῆθος οὔτε μέγεθος σ. Arr.Peripl.M. Eux.8, cf. Fr.166 J.

German (Pape)

[Seite 927] adj. verb. von σταθμάω, gemessen, wonach man sich messen darf, ἐμοὶ μὲν οὖν οὐδὲν σταθμητόν, nach mir darf man sich freilich nicht richten, Plat. Charm. 154 b.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qui peut être réglé;
2 qu'on peut mesurer.
Étymologie: σταθμάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σταθμητός -ή -όν [σταθμάω] meetbaar:. ἐμοί... οὐδὲν σταθμητόν voor mij is niets meetbaar, d.w.z. op mijn beoordelingsvermogen kun je niet afgaan Plat. Chrm. 154b.

Russian (Dvoretsky)

σταθμητός: [adj. verb. к σταθμάω измеряемый: ἐμοὶ οὐδὲν σταθμητόν Plat. со мной сообразоваться не следует, т. е. я тут не судья.

Greek Monolingual

-ή, -ό / σταθμητός, -ή, -όν, ΝΜΑ σταθμώ
αυτός που μπορεί να σταθμηθεί, να ζυγιστεί
νεοελλ.
αυτός τον οποίο μπορεί να κρίνει, να μετρήσει, να υπολογίσει κανείς («σταθμητοί παράγοντες»).

Greek Monotonic

σταθμητός: -ή, -όν (σταθμάω), αυτός τον οποίο μπορεί να μετρήσει, να ζυγίσει, να προβλέψει κάποιος, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

σταθμητός: -ή, -όν, (σταθμάω) ὃν δύναται νὰ μετρήσῃ τις, τινι, διά τινος μέτρου, Πλάτ. Χαρμ. 154Β, πρβλ. Πολυδ. Δ΄, 93· οὐ στ., ἀμέτρητος, ἀνυπολόγιστος, Νικήτ. Χρον. 81D· οὐ στ. τὸ μέγεθος Ἀρρ. παρὰ Σουΐδ.

Middle Liddell

σταθμητός, ή, όν σταθμάω
to be measured, Plat.