ἀναγκαίη
ὅτι τίς ὁ ἄνθρωπος, ὃς ἐπελεύσεται ὀπίσω τῆς βουλῆς τὰ ὅσα ἐποίησεν αὐτήν; (Ecclesiastes 2:12, LXX version) → for who is the man who, after following his own plan, will find wisdom (in) everything he has done?
English (LSJ)
ἡ, Ep. and Ion, for ἀνάγκη, Il.6.85, Tyrt.6, Sol.36.8, Hdt.1.11, etc.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
• Prosodia: [ᾰ-]
1 necesidad, fuerza mayor Δαναοῖσι μαχησόμεθ' ... ἀναγκαίη γὰρ ἐπείγει Il.6.85
•personif. la Necesidad, la Fatalidad Call.Del.122
•esp. coacción, imposición, dominio, servidumbre ὑπ' ἀναγκαίῃ δεδμήσεσθ' ἤματα πάντα h.Ap.543, ἀναγκαίης ὑπὸ λυγρῆς de los mesenios sometidos a los espartanos, Tyrt.5.2, ὄφρα ... ἀναγκαίῃ πολεμίζοι para que tuviera que luchar a la fuerza, Il.4.300, cf. Hdt.1.11
•necesidad biológica, ref. a la pobreza o al hambre Od.19.73.
2 parentesco Hdt.1.74. Cf. ἀνάγκη.
German (Pape)
[Seite 183] fem. von ἀναγκαῖος, als substant. Homerisch = ἀνάγκη, das adjectiv. statt des subst., wie z. B. παρθενική statt παρθένος u. s. w. Iliad. 4, 300 ἀναγκαίῃ πολεμίζειν; 6, 85 Od. 19, 73 ἀναγκαίη γὰρ ἐπείγει; Her. 1, 74.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
1 la nécessité;
2 liens du sang.
Étymologie: fém. de ἀναγκαῖος.
Russian (Dvoretsky)
ἀναγκαίη: ἡ Hom., Her. = ἀνάγκη.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναγκαίη: ἡ, Ἐπ. καὶ Ἰων. ἀντὶ ἀνάγκη, Ὅμ., Τυρτ., Σόλων, Ἡροδ., κτλ.
English (Autenrieth)
(= ἀνάγκη): necessity, constraint; dat., perforce, Il. 4.300 ; ἀναγκαίηφι δαμέντες, Il. 20.143.
Greek Monotonic
ἀναγκαίη: ἡ, Επικ. και Ιων. αντί ἀνάγκη, σε Όμηρ. κ.λπ.