διάσπασμα
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
English (LSJ)
ατος, τό, = διάσπασις (tearing asunder, forcible separation, gap) II, Plu. Aem. 20, Polyaen. 4.3.17.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 milit. brecha, hueco en una línea defensiva o de batalla μήτε δ. ... ἐν τῇ φάλαγγι Plu.Lyc.22, cf. Aem.20, τοῖς διασπάσμασιν ἐμβαλὼν Ἀλέξανδρος Polyaen.4.3.17, cf. 22, entre una parte que se aleja y el grueso del ejército, Plu.Phil.10.
2 interrupción ref. a una percepción sensorial zona oscura o de silencio πάγοις ἀνατεταμένοις διασπάσματα πολλὰ τῆς ὄψεως ... ἐχούσης teniendo su visión muchos puntos ciegos por las rocas que se alzaban ante él Plu.Cat.Ma.13, ἡ δὲ φωνὴ ... προστυγχάνουσα σώμασι πολλοῖς ... διασπάσματα λαμβάνει μεγάλα el sonido que se encuentra con cuerpos numerosos presenta grandes intermitencias Epicur.323U., cf. Porph.in Harm.47.8.
3 desgarro, rasgadura, agujero en rollos de papiro τὰ διασπάσματα τῶν βιβλιδίων Diog.Ep.33.1.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 déchirure, brèche, interruption;
2 moyen pour épiler ou drogue pour faire tomber les poils.
Étymologie: διασπάω.
Greek Monotonic
διάσπασμα: -ατος, τό, σχίσμα, χάσμα, κενό, σε Πλούτ.
German (Pape)
τό, Trennung, Lücke, Plut. Lyc. 22, δ. ποιεῖν ἐν τῇ φάλαγγι; vgl. Aemil. 20.
Russian (Dvoretsky)
διάσπασμα: ατος τό Plut. = διάσπασις 2.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διάσπασμα -ατος, τό [διασπάω] gat, opening.