σκαπτήρ
From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
English (LSJ)
ῆρος, ὁ, digger, Margites 2, X.ap.Poll.7.148.
German (Pape)
[Seite 889] ῆρος, ὁ, der Grabende, Xen. bei Poll. 7, 148.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
tout homme qui creuse la terre (vigneron, etc.).
Étymologie: σκάπτω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκαπτήρ -ῆρος, ὁ [σκάπτω] graver, spitter.
Russian (Dvoretsky)
σκαπτήρ: ῆρος ὁ вскапыватель, землекоп Hom., Xen.
Greek Monolingual
-ῆρος, ὁ, θηλ. σκάπτειρα, Α
αυτός που σκάβει, σκαφέας, σκαφτιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκαπ- του σκάπτω (βλ. λ. σκάβω) + επίθημα -τήρ / -τειρα (πρβλ. θρεπ-τήρ / θρέπ-τειρα)].
Greek Monotonic
σκαπτήρ: -ῆρος, ὁ, αυτός που σκάβει, σκαπανέας, σκαφτιάς, σε Όμηρ. (χωρίο που παρατίθεται στον Αριστ.).
Greek (Liddell-Scott)
σκαπτήρ: ῆρος, ὁ, ὁ σκάπτων, Ὅμ. παρ’ Ἀριστ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 6. 7, 2.