γνωμοτύπος

From LSJ
Revision as of 18:05, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γνωμοτύπος Medium diacritics: γνωμοτύπος Low diacritics: γνωμοτύπος Capitals: ΓΝΩΜΟΤΥΠΟΣ
Transliteration A: gnōmotýpos Transliteration B: gnōmotypos Transliteration C: gnomotypos Beta Code: gnwmotu/pos

English (LSJ)

[ῠ], ον, (τύπτω) maxim-coining, sententious, Id.Ra.877, Nu.952 (lyr.); γ. μάλιστα οἱ ἀγροῖκοι Arist.Rh.1395a7.

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [-ῠ-]
acuñador de máximas, sentencioso ἄνδρες Ar.Ra.877, μέριμναι Ar.Nu.952, οἱ γὰρ ἀγροῖκοι μάλιστα γνωμοτύποι εἰσί Arist.Rh.1395a7.

German (Pape)

[Seite 498] Denksprüche prägend; ἄνδρες Ar. Ran. 876; μέριμναι Nubb. 940; vgl. Arist. rhet. 2, 21.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui forge des sentences, sentencieux.
Étymologie: γνώμη, τύπτω.

Greek (Liddell-Scott)

γνωμοτύπος: [ῠ], -ον, (τύπτω) ἀποφθέγματα γνωμικὰ ποιῶν, ἀποφθεγματικῶς ὁμιλῶν, Ἀριστοφ. Βατρ. 877, Νεφ. 950· γν. μάλιστα οἱ ἀγροῖκοι Ἀριστ. Ρητ. 2. 21,9. ― γνωμοτυπία Ἡσύχ.

Greek Monolingual

γνωμοτύπος, -ον (Α)
συνθέτης γνωμικών.

Greek Monotonic

γνωμοτύπος: [ῠ], -ον (τύπτω), αυτός που δημιουργεί γνωμικά, ρητά, αυτός που μιλάει αποφθεγματικά, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

τύπτω
maxim-coining, sententious, Ar.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γνωμοτύπος -ον γνώμη, τύπτω die spreuken verzint.