διαμέλλησις

From LSJ
Revision as of 17:52, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")

Ξένος ὢν ἀπράγμων ἴσθι καὶ πράξεις καλῶς → Rerum abstine peregrinus et vives bene → Als Fremder sei friedliebend und es geht dir gut

Menander, Monostichoi, 399
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαμέλλησις Medium diacritics: διαμέλλησις Low diacritics: διαμέλλησις Capitals: ΔΙΑΜΕΛΛΗΣΙΣ
Transliteration A: diaméllēsis Transliteration B: diamellēsis Transliteration C: diamellisis Beta Code: diame/llhsis

English (LSJ)

εως, ἡ, postponement, procrastination, πολλὴν δ. φυλακῆς long postponement of precautionary measures, Th.5.99, cf. D.C.Fr.40.21.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
posposición, retraso, demora πολλὴν τὴν διαμέλλησιν τῆς πρὸς ἡμᾶς φυλακῆς ποιήσονται se tomarán gran demora en las precauciones que adopten contra nosotros Th.5.99, cf. D.C.40.21.

German (Pape)

[Seite 589] ἡ, das Zaudern; δ. ποιεῖσθαι, Thuc. 5, 99.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
délai, retard.
Étymologie: διαμέλλω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διαμέλλησις -εως, ἡ [διαμέλλω] gedraal.

Russian (Dvoretsky)

διαμέλλησις: εως ἡ медлительность: διαμέλλησίν τινος ποιεῖσθαι Thuc. медлить с чем-л.

Greek Monolingual

η διαμέλλησις (-εως) (Α) μέλλησις
1. αναβολή
2. επιβράδυνση.

Greek Monotonic

διαμέλλησις: -εως, ἡ, αναβλητικότητα, αργοπορία· πολλὴ δ. φυλακῆς, μακροχρόνια αναβολή μέτρων προφύλαξης, σε Θουκ.

Greek (Liddell-Scott)

διαμέλλησις: -εως, ἡ, τὸ νὰ μέλλῃ τις νὰ πράξῃ τι, βραδύτης, πολλὴ δ. φυλακῆς, μακροχρόνιος ἀναβολὴ προφυλακτικῶν μέτρων, Θουκ. 5. 99· ἐν Γλωσσ. καὶ διαμελλησμός.

Middle Liddell

διαμέλλησις, εως n [from διαμέλλω
a being on the point to do, πολλὴ δ. φυλακῆς long postponement of precautionary measures, Thuc.