πενταδάκτυλος

From LSJ
Revision as of 14:58, 8 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")

Ἐλεύθερον φύλαττε τὸν σαυτοῦ τρόπον → Te liberum ipse moribus praesta tuis → Die Freiheit wahre deiner eignen Lebensart

Menander, Monostichoi, 144
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πενταδάκτῠλος Medium diacritics: πενταδάκτυλος Low diacritics: πενταδάκτυλος Capitals: ΠΕΝΤΑΔΑΚΤΥΛΟΣ
Transliteration A: pentadáktylos Transliteration B: pentadaktylos Transliteration C: pentadaktylos Beta Code: pentada/ktulos

English (LSJ)

ον, A with five fingers or with five toes, Arist.HA498a34, PA688a4. 2 five fingers broad, Hp.Art.7. 3 = πενταδακτυλιαῖος (five-pointed, five-rayed) ΙΙ κοχλίαι Xenocr. ap. Orib.2.58.85. II as substantive, = πεντέφυλλον (cinquefoil, Potentilla reptans, Potentilla argentea), Dsc.4.42.

German (Pape)

[Seite 555] fünffingerig, Arist. H. A. 2, 1, öfter, u. Sp.

Russian (Dvoretsky)

πεντᾰδάκτῠλος: пятипалый (πόδες Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

πεντᾰδάκτῠλος: ον. ὁ ἔχων πέντε δακτύλους, Ἀριστ. π τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 5, π. Ζ. Μορ. 4. 10, 30. 2) ὁ ἔχων εὖρος πέντε δακτύλων, Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 783, ἐν τῷ τύπῳ πεντεδ-: ὡσαύτως πενταδακτυλιαῖος, Ὀρειβάσ. σ. 154 Mai. II. ὡς οὐσιαστ. = πεντάφυλλον, Διοσκ. (ἐν τοῖς νόθοις) 4. 42.

Greek Monolingual

και πενταδάχτυλος, -η, -ο / πενταδάκτυλος και πεντεδάκτυλος, -ον, ΝΑ
1. αυτός που έχει πέντε δάκτυλα
2. αυτός που έχει πλάτος πέντε δακτύλων
νεοελλ.
1. (για άνθη και φύλλα) αυτός που αποτελείται από πέντε πέταλα ή από πέντε διακλαδώσεις
2. (το αρσ. ως κύριο όν.) ο Πενταδάκτυλος
η κορυφή τών βουνών της Κερύνειας της Κύπρου
3. (το ουδ. ως κύριο όν.) το Πενταδάκτυλο
άλλη ονομασία του όρους Ταΰγετος
αρχ.
1. αυτός που έχει πέντε προεξοχές, πέντε ακτίνες
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πενταδάκτυλον
άλλη ονομασία του φυτού πεντάφυλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα- / πέντε- + δάκτυλος (πρβλ. οκτωδάκτυλος)].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πενταδάκτυλος -ον [πεντα-, δάκτυλος] vijf vingers breed.