συμφυγάς
μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
English (LSJ)
άδος, ὁ, ἡ, fellow-exile, E.Ba.1382 (anap.), Th.6.88, X.HG1.2.13.
German (Pape)
[Seite 993] άδος, ὁ, ἡ, Mitvertriebener, Genosse der Flucht oder Verbannung; Eur. Bacch. 1380; Thuc. 6, 88.
French (Bailly abrégé)
άδος (ὁ, ἡ)
compagnon ou compagne d'exil.
Étymologie: σύν, φυγάς.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συμφυγάς -άδος, ὁ, ἡ, Att. ook ξυμφυγάς [συμφεύγω] medeballing.
Russian (Dvoretsky)
συμφῠγάς: άδος (ᾰδ) ὁ и ἡ товарищ по изгнанию Eur., Thuc., Xen.
Greek Monolingual
-άδος, ὁ, ἡ, Α
συνεξόριστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + φυγάς «εξόριστος»].
Greek Monotonic
συμφῠγάς: -άδος, ὁ, ἡ, εξόριστος από κοινού με κάποιον, συνεξόριστος, σε Ευρ., Θουκ.
Greek (Liddell-Scott)
συμφῠγάς: -άδος, ὁ, ἡ, ὁ συμφυγαδευθείς, συνεξόριστος, Εὐρ. Βάκχ. 1382, Θουκ. 6. 88, Ξεν. Ἑλλ. 1. 2, 13.
Middle Liddell
συμ-φῠγάς, άδος,
a fellow-exile, Eur., Thuc.