κτήσιππος

From LSJ
Revision as of 13:40, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

Ζῆθι προσεχόντως ὡς μακρὰν ἐγγὺς βλέπων → Ne temere vivas: specta longa et proxima → Pass auf im Leben: blick auf das, was fern und nah

Menander, Monostichoi, 191
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κτήσιππος Medium diacritics: κτήσιππος Low diacritics: κτήσιππος Capitals: ΚΤΗΣΙΠΠΟΣ
Transliteration A: ktḗsippos Transliteration B: ktēsippos Transliteration C: ktisippos Beta Code: kth/sippos

English (LSJ)

ον, possessing horses, pr. n. in Od., cf. Luc.Fug.26.

German (Pape)

[Seite 1519] Pferde besitzend, vgl. Luc. Fugit. 26. – S. Nom. pr.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui possède des chevaux.
Étymologie: κτάομαι, ἵππος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κτήσιππος -ον [κτάομαι, ἵππος] die paarden bezit.

Russian (Dvoretsky)

κτήσιππος: владеющий конями Luc.

Greek (Liddell-Scott)

κτήσιππος: -ον, ἔχων ἵππους· κύρ. ὄνομ. ἐν τῇ Ὀδ., πρβλ. Λουκ. Δραπ. 26.

Greek Monolingual

κτήσιππος, -ον (Α)
αυτός που έχει αποκτήσει, που κατέχει ίππους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κτησ- του κτῶμαι (πρβλ. κτήσις) + ἵππος (πρβλ. ζεύξιππος, κρατήσιππος). Η λ. είναι σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος].