πολυπαίπαλος
Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher
English (LSJ)
ον, A exceeding crafty, Φοίνικες Od.15.419, cf. Opp. H.3.41. II = πεποικιλμένος, αἰθήρ Call.Fr.anon.225.
German (Pape)
[Seite 668] sehr verschlagen, listig; von den Phöniciern, Od. 15, 419, wie πολύτροπος. Vgl. παιπαλόεις.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
très rusé.
Étymologie: πολύς, παίπαλος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολυπαίπαλος -ον [πολύς, παιπάλη] zeer gewiekst.
Russian (Dvoretsky)
πολυπαίπᾰλος: хитроумнейший (Φοίνικες Hom.).
English (Autenrieth)
(παιπάλη, ‘fine meal’): very artful, sly, Od. 15.419†.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. (για τους Φαίακες) πολύ πανούργος
2. (για τον αιθέρα) πολύ στολισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -παίπαλος (< παιπάλη με τη μτφ. σημ. «σόφισμα, πανουργία», πρβλ. παιπάλημα, παιπάλιμος), βλ. λ. παιπάλη.
Greek Monotonic
πολῠπαίπᾰλος: -ον, εξαιρετικά πανούργος, σε Ομήρ. Οδ.
Greek (Liddell-Scott)
πολῠπαίπᾰλος: -ον, εἰς ὑπερβολὴν πανοῦργος, Ὀδ. Ο. 419· ἴδε παιπάλημα.