περικωνέω

From LSJ
Revision as of 11:31, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

τοῖς οἰκείοις βουλεύμασιν ἁλίσκεσθαι → hoist by one's own petard, hoist with one's own petard, hoist on one's own petard, hoisted by one's own petard, be hoist with one's own petard

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περικωνέω Medium diacritics: περικωνέω Low diacritics: περικωνέω Capitals: ΠΕΡΙΚΩΝΕΩ
Transliteration A: perikōnéō Transliteration B: perikōneō Transliteration C: perikoneo Beta Code: perikwne/w

English (LSJ)

smear all over with pitch, π. τὰ ἐμβάδια black shoes, Ar. V.600.

German (Pape)

[Seite 581] umpichen, τὰ ἐμβάδια, Ar. Vesp. 600, scheint nur ein Putzen und Schmieren der Schuhe zu sein.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
enduire de poix ou de cirage.
Étymologie: περί, κῶνος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περικωνέω [περί, κῶνος] met pek insmeren.

Russian (Dvoretsky)

περικωνέω: ваксить (τὰ ἐμβάδια Arph.).

Greek Monotonic

περικωνέω: μέλ. -ήσω (κῶνος), αλείφω ολόγυρα με πίσσα, περικωνέω τὰ ἐμβάδια, μελανώνω υποδήματα, τα μαυρίζω, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

περικωνέω: (κῶνος ΙΙ) ἀλείφω ὁλόγυρα διὰ πίσσης, π. τὰ ἐμβάδια, μελανώνω ὑποδήματα, Ἀριστοφ. Σφ. 600. ΙΙ. = περιρρομβέω, Ἡσύχ. ἐν λ. περικωνῆσαι (οὕτως ὁ Hemst. ἀντὶ περικωδωνῆσαι).

Middle Liddell

fut. ήσω κῶνος
to smear all over with pitch, π. τὰ ἐμβάδια to black shoes, Ar.