προσωνυμία

From LSJ
Revision as of 14:38, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσωνῠμία Medium diacritics: προσωνυμία Low diacritics: προσωνυμία Capitals: ΠΡΟΣΩΝΥΜΙΑ
Transliteration A: prosōnymía Transliteration B: prosōnymia Transliteration C: prosonymia Beta Code: proswnumi/a

English (LSJ)

Ion. προσωνυμίη, ἡ, surname, Hp.Morb.Sacr.1, Dsc.2.142, 3.3, Plu.Per.8,39, Gal.6.778, D.C.41.39, etc.
II right of placing one's name at the head of an order, BCH51.220 (Thasos, pl.).

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
surnom.
Étymologie: πρός, ὄνομα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσωνυμία -ας, ἡ, Ion. προσωνμίη [πρός, ὄνομα] bijnaam.

Russian (Dvoretsky)

προσωνῠμία:прозвище Plut.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, ιων. τ. προσωνυμίη Α προσώνυμος
πρόσθετο όνομα, επωνυμία
αρχ.
το δικαίωμα κάποιου να αναγράφει το όνομά του στην κορυφή ενός καταλόγου ονομάτων.

Greek Monotonic

προσωνῠμία: ἡ (ὄνομα), επωνυμία, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

προσωνῠμία: ἡ, ἐπωνυμία, Ἱππ. (?), Πλουτ. Περικ. 8. 30, Διοσκ. 3, 151 (161), κλπ.

Middle Liddell

προσ-ωνῠμία, ἡ, ὄνομα
a surname, Plut.