φρενῖτις

From LSJ
Revision as of 08:36, 4 March 2023 by Spiros (talk | contribs)

Πένης ὑπάρχων μὴ φρόνει τὰ πλουσίων → In paupertate spiritus fuge divitum → Als Armer pflege nicht der Reichen Denkungsart

Menander, Monostichoi, 454
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φρενῖτις Medium diacritics: φρενῖτις Low diacritics: φρενίτις Capitals: ΦΡΕΝΙΤΙΣ
Transliteration A: phrenîtis Transliteration B: phrenitis Transliteration C: frenitis Beta Code: freni=tis

English (LSJ)

ιδος, ἡ, inflammation of the brain, phrenitis, febrile delirium, Hp.Aph.3.30 (pl.), Com.Adesp.344 (pl.), D.Chr.48.12, Luc.Symp. 20; φλεγμονὴν τοῦ διαφράγματος εἶναι τὴν φ. Diocl.Fr.38.

German (Pape)

[Seite 1304] ιδος, ἡ, eigtl. adj. fem., zur Seele gehörig, dah. νοῦσος φρενῖτις, Seelenkrankheit, Gemüthskrankheit, der Wahnsinn des hitzigen Fiebers, übh. Wahnsinn; Luc. conv. 20; Plut. öfter.

French (Bailly abrégé)

ίτιδος (ἡ) :
s.e. νόσος;
transport ; folie, démence.
Étymologie: φρήν.

Russian (Dvoretsky)

φρενῖτις: ιδος ἡ (sc. νόσος) безумие, (буйное) помешательство Plut., Luc.

Greek (Liddell-Scott)

φρενῖτις: -ιδος, ἡ, (φρὴν) φλεγμονὴ τοῦ ἐγκεφάλου, σφοδρὸς πυρετὸς μετὰ παραφροσύνης, Ἱππ. Ἀφορ. 1248, κλπ.· πρβλ. Foës. Oecon. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 38.

Greek Monolingual

η / φρενῖτις, φρενίτιδος, ΝΜΑ, και φρενῆτις, φρενήτιδος, Α
εγκεφαλική φλεγμονή που συνοδεύεται από υψηλό πυρετό και παραλήρημα
νεοελλ.
1. παραλήρημα από εγκεφαλίτιδα ή μηνιγγίτιδα
2. φλεγμονή του διαφράγματος
3. παραφροσύνη, φρενοπάθεια
4. μτφ. εκδήλωση έξαλλης χαράς («φρενίτιδα ενθουσιασμού ξέσπασε όταν ο ομιλητής ανέβηκε στο βήμα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + κατάλ. -ῖτις / -ίτιδα].

Middle Liddell

φρενῖτις, ιδος, ἡ, φρήν
inflammation of the brain, phrenitis.