εὐστόμαχος

From LSJ
Revision as of 17:58, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")

Βουλὴν ἅπαντος πράγματος προλάμβανε → Nihil incohes, nisi inito consilio prius → Vor jedem Handeln fasse einen guten Plan

Menander, Monostichoi, 70
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐστόμᾰχος Medium diacritics: εὐστόμαχος Low diacritics: ευστόμαχος Capitals: ΕΥΣΤΟΜΑΧΟΣ
Transliteration A: eustómachos Transliteration B: eustomachos Transliteration C: efstomachos Beta Code: eu)sto/maxos

English (LSJ)

ον, A equable, tranquil. Adv. εὐστομάχως = with a good stomach, tranquilly, ferre Cic.Att.9.5.2; ἀπορέγχειν AP11.4 (Parmen.). II good for the stomach, wholesome, Diocl.Fr.125, Dsc.1.117, Sor.1.94, Hices. ap. Ath.15.689c, Gal.6.593: Sup., lemma ad Ath.7.310a.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
bon pour l'estomac, fortifiant.
Étymologie: εὖ, στόμαχος.

German (Pape)

gut für den Magen, magenstärkend, Gegensatz κακοστόμαχος, Ath. I.26f und öfter; Plut. und andere Spätere
• Adv., mit gutem Magen, guter Verdauung, ἀπορέγχειν Parmenio 15 (XI.4); ferre aliquid, Cic. Att. 9.5.

Russian (Dvoretsky)

εὐστόμᾰχος: полезный для желудка, удобоваримый Plut.

Greek (Liddell-Scott)

εὐστόμᾰχος: -ον, καλὸς διὰ τὸν στόμαχον, ὑγιεινός, Διόσκ. 1. 171, Ἱκέσιος παρ’ Ἀθην. 689C, πρβλ. 26F· ἴδε εὐκάρδιος: - Ἐπίρρ. εὐστομάχως, μετὰ καλοῦ στομάχου, «μὲ καλὸ στομάχι», Κικ. πρὸς Ἀττ. 9. 5, 2· εὐστομάχως ἀπορέγχειν Ἀνθ. Π. 11. 4, 3.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὐστόμαχος, -ον)
ο ωφέλιμος για το στομάχι, ο εύπεπτος («καρπὸν φέρει εὐστόμαχον»)
μσν.
υγιής ως προς το στομάχι, με καλή λειτουργία του στομάχου
αρχ.
ήρεμος, γαλήνιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + στόμαχος.

Greek Monotonic

εὐστόμᾰχος: -ον, αυτός που είναι καλός για το στομάχι, υγιεινός· επίρρ. -χως, σε Ανθ.

Middle Liddell

εὐστόμᾰχος, ον
with good stomach: adv., -χως, Anth.