συνεξοκέλλω

From LSJ
Revision as of 11:55, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=([\w\s]+)\.<br" to "btext=$1.<br")

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεξοκέλλω Medium diacritics: συνεξοκέλλω Low diacritics: συνεξοκέλλω Capitals: ΣΥΝΕΞΟΚΕΛΛΩ
Transliteration A: synexokéllō Transliteration B: synexokellō Transliteration C: syneksokello Beta Code: sunecoke/llw

English (LSJ)

intr., run aground together, c. dat., App.BC5.121: metaph., Plu.2.985c.

French (Bailly abrégé)

se laisser détourner en même temps.
Étymologie: σύν, ἐξοκέλλω.

German (Pape)

mit od. zugleich heraustreiben, Plut. Sol. an. 36.

Russian (Dvoretsky)

συνεξοκέλλω: одновременно поворачивать, уклоняться (εἴς τινα Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

συνεξοκέλλω: ἀμεταβ., ἐξοκέλλω ὁμοῦ, μεταφ., πορρωτέρω τοῦ πιθανοῦ συνεξοκείλας εἰς τὸν Ὀδυσσέα Πλούτ. 2. 985C.

Greek Monolingual

Α
1. πέφτω στην ξηρά μαζί ή ταυτοχρόνως
2. μτφ. παρεκτρέπομαι μαζί με κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐξοκέλλω «πέφτω στην ξηρά»].