τρυγηφόρος
From LSJ
ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
English (LSJ)
ον, bearing corn or grapes, h.Ap. 529.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui produit des récoltes, du vin.
Étymologie: τρύγη, φέρω.
German (Pape)
Feld-, Baumfrüchte tragend, bes. Wein tragend, H.h. Apoll. 529.
Russian (Dvoretsky)
τρῠγηφόρος: приносящий плоды или урожайный (αἶα HH).
Greek (Liddell-Scott)
τρῠγηφόρος: -ον, ὁ φέρων καρπούς, ἰδίως σταφυλάς, καρποφόρος, οἰνοφόρος, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 529.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που παράγει δημητριακά και φρούτα, κυρίως σταφύλια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρύγη + -φόρος (< φέρω)].
Greek Monotonic
τρῠγηφόρος: -ον (φέρω), αυτός που φέρει καρπούς, ιδίως σταφύλια, σε Ομηρ. Ύμν.