ὑποφωλεύω
From LSJ
αὐτὸν κέκρουκας τὸν βατῆρα τοῦ λόγου → you have struck the very threshold of the argument, you have struck the most important and chiefmost point
English (LSJ)
lie hidden in the shelter of, τοίχοις AP7.375 (Antiphil.).
French (Bailly abrégé)
habiter dans des cavernes ; se cacher sous, τινι.
Étymologie: ὑπό, φωλεύω.
German (Pape)
= ὑποφωλέω, τοίχους, Antiphil. 40 (VII.375).
Russian (Dvoretsky)
ὑποφωλεύω: забиваться словно в пещеру, прятаться (τοίχοις Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑποφωλεύω: φωλεύω ὑπό τι, Ἀνθ. Παλατ. 7. 375.
Greek Monolingual
Α
κρύβομαι κάτω από κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + φωλεύω «μένω στη φωλιά μου, κρύβομαι κάπου»].
Greek Monotonic
ὑποφωλεύω: φωλιάζω κάτω από, τινί, σε Ανθ.
Middle Liddell
to lie hidden under, τινί Anth.