ἄδηκτος

From LSJ
Revision as of 11:57, 8 June 2023 by Spiros (talk | contribs)

ἀνθρωπεία φύσις πολεμία τοῦ προὔχοντος → human nature is hostile to all that is eminent

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄδηκτος Medium diacritics: ἄδηκτος Low diacritics: άδηκτος Capitals: ΑΔΗΚΤΟΣ
Transliteration A: ádēktos Transliteration B: adēktos Transliteration C: adiktos Beta Code: a)/dhktos

English (LSJ)

ον, (δάκνω) A not gnawed or worm-eaten, Hes.Op.420 (Sup.); not bitten, Dsc.2.60,al. 2 metaph., unmolested, Phld. D.3Fr.81, Plu.2.864c. Adv. -τως ib.448a. 3 unaffected, untouched, by love, anger, etc., in Adv. -τως, Phld.Mort.34, Plu.Pomp. 2, M.Ant.11.18, Eun.VSp.495B. II Act., not biting or pungent, Hp.Mul.1.11, Dsc.1.30: Comp. -ότερος less stimulating, Aret. CA1.10.

Spanish (DGE)

-ον
• Morfología: [comp. ἀδηκτότερος Gal.14.436]
I 1no mordido ἀδηκτοτάτη πέλεται ... ὕλη (es cuando) menos atacada (por gusanos) resulta la madera Hes.Op.420.
2 invulnerable a las mordeduras venenosas κάμπαι ... ἐπιχριόμεναι σὺν ἐλαίῳ ἀδήκτους ὑπὸ τῶν ἰοβόλων φυλάσσειν λέγονται Dsc.2.60, (ἔχιον) οὐ μόνον τοῖς δηχθεῖσιν ὑπὸ ἑρπετῶν βοηθεῖ ... ἀλλὰ καὶ τοὺς προπιόντας ἀδήκτους τηρεῖ Dsc.4.27, cf. Dsc.3.83.2, Cyran.5.18.4.
3 fig. inmune παθητικοῖς [τοιού] τοις Phld.D.3.fr.81.1, cf. Plu.2.864c, Eun.VS 495.
II 1que no muerde, que no pica o irrita φάρμακα Hp.Mul.1.11, cf. Gal.10.199, 14.436, del aceite no onfacino, Dsc.1.30, γλισχρότης Gal.6.634.
2 fig. no estimulante Aret.CA 1.10.13.
III adv. ἀδήκτως
1 sin sentir molestia, sin sentir irritación Plu.2.448a, Pomp.2, M.Ant.11.18.4, Phld.Mort.34.11.
2 sin ser afectado (por pasiones, etc.) ἀ. ἔχειν Epicur.Fr.[27] 1.10.

German (Pape)

[Seite 33] nicht gebissen, ὕλη ἀδηκτοτάτη Hes. O. 418, am wenigsten von Würmern angefressen; übertr., οὐδὲ τοῦτο ἄδηκτον παρῆκε Plut. Her. malign. 30, ungeschmäht; ψυχή, ungekränkt, M. Anton. 11, 18. – Adv., ἀδήκτως ἀπελθεῖν Plut. Pomp. 2; – act., nicht beißend, Hippocr.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non mordu, d'où
1 non déchiré, non attaqué;
2 sans atteinte ; sans regret.
Étymologie: , δάκνω.

Russian (Dvoretsky)

ἄδηκτος:
1 неизъеденный, неисточенный: ὕλη ἀδηκτοτάτη Hes. лес, совершенно не тронутый червями;
2 перен. неуязвленный, не потерпевший ущерба, не пострадавший Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἄδηκτος: -ον, (δάκνω) ὁ μὴ δηχθείς, ὁ μὴ καταβρωθεὶς ὑπὸ σκωλήκων (κυρίως ἐπὶ ξύλων), Ἡσ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. 418 (ἐν τῷ ὑπερθ. ἀδηκτοτάτη), Διοσκ. 2. 64, καὶ ἀλλ. - Ἐπίρρ., -τως, Πλουτ. Πομπ. 2. 2) μεταφ., ἀβλαβής, ὃν δὲν ἐπέπληξέ τις, Πλούτ. 2. 864C. - Ἐπίρρ. -τως, ὁ αὐτ. 448Α· ΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ δάκνων, οὐχὶ δηκτικός, Ἱππ. 596. 4, Διοσκ. 1. 29, πρβλ. Schäf. Εὐρ. Ἑκ. 1117.

Greek Monotonic

ἄδηκτος: -ον (δάκνω), αδάγκωτος, αδιάβρωτος ή αυτός που δεν έχει φαγωθεί από σκουλήκια, σε Ησίοδ. (στον υπερθ. ἀδηκτοτάτη)· επίρρ. -τως, σε Πλούτ.

Middle Liddell

δάκνω
unbitten, not gnawed or worm eaten, Hes.; adv. ἀδήκτως, Plut.