ἐκχώννυμι
Δειναὶ γὰρ αἱ γυναῖκες εὑρίσκειν τέχνας → Multum struendas mulier ad fraudes valet → Intrigen zu ersinnen ist die Frau geschickt
English (LSJ)
A raise a mound, Aq.Ez.17.17:—usu. in Pass., to be raised on a bank or mound, τῆς πόλιος ἐκκεχωσμένης ὑψοῦ Hdt.2.138; μάλιστα ἡ ἐν Βουβάστι πόλις ἐξεχώσθη ib.137.
II of a bay, to be filled up by the deposit of a river, v.l. ib.ΙΙ.
III to be removed, of rubbish, PFay.110.5 (i A.D.).
Spanish (DGE)
1 construir, disponer mediante terrazas o terraplenes en v. pas. ἅτε γὰρ τῆς πόλιος μὲν ἐκκεχωσμένης ὑψοῦ Hdt.2.138, cf. 137
•construir, levantar excavando y amontonando tierra: un muro de contención τὸν ἐπικείμενον τῷ θεάτρῳ σπίλον SEG 45.1536.7 (Nisa, imper.), un talud en un asedio, Aq.Ez.17.17.
2 amontonar o retirar cavando y amontonando en v. pas. ἐκχωσθῆναι τὸ ἐν αὐτῷ κόπριον PFay.110.5 (I d.C.)
•desescombrar τὸν τόπον Socr.Sch.HE 1.17.3.
German (Pape)
[Seite 788] (s. χώννυμι), ausdämmen, durch aufgeschüttete Erde erhöhen; ἐξεχώσθη Her. 2, 137; darauf erbauen, ἐκκεχωσμένη πόλις 2, 138; verschlämmen, ἐκχωσθῆναι 2, 11.
French (Bailly abrégé)
f. ἐκχώσω;
amonceler de la terre, exhausser le sol ; Pass.
1 s'exhausser en parl. du sol;
2 être construit sur un terrain d'alluvion;
3 être comblé par des terres d'alluvion.
Étymologie: ἐκ, χώννυμι.
Greek Monolingual
ἐκχώννυμι (Α)
1. υψώνω ανάχωμα
2. παθ. υψώνομαι, χτίζομαι πάνω σε ανάχωμα ή σε ύψωμα
3. (για θαλάσσιο κόλπο) γεμίζω ιλύ (λάσπη) από τον ποταμό
4. παθ. μεταφέρομαι για απόρριψη.
Russian (Dvoretsky)
ἐκχώννῡμι:
1 возводить насыпь: ἡ πόλις ἐκκεχωσμένη Her. построенный на насыпи город;
2 заносить илом: ἐκχωσθῆναι ἐντὸς δισμυρίων ἐτέων Her. быть занесенным илом через двадцать тысяч лет.