ἐκπρέπω
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
to be excellent in a thing, εὐψυχίᾳ E.Heracl.597.
Spanish (DGE)
distinguirse, destacar c. dat. instrum. y gen. ὦ μέγιστον ἐκπρέπουσ' εὐψυχίᾳ πασῶν γυναικῶν E.Heracl.597, χρυσὸν ἐν πλούτῳ τῶν ἄλλων χρημάτων ἐκπρέποντα Sch.Pi.O.1.1a, sólo c. dat. o giro prep. τοῖς καλλωπίσμασιν de unos caballos, Arr.Post Alex.12, ἐπ' εὐλαβείᾳ Socr.Sch.HE 5.21.3.
German (Pape)
[Seite 776] sich auszeichnen, τινί, wodurch, Eur. Heracl. 597 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
se distinguer.
Étymologie: ἐκ, πρέπω.
Russian (Dvoretsky)
ἐκπρέπω: выделяться, превосходить (εὐψυχίᾳ πασῶν γυναικῶν Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐκπρέπω: ἐξέχω, διαπρέπω εἴς τι, τινί Εὐρ. Ἡρακλ. 597.
Greek Monolingual
ἐκπρέπω (AM)
εξέχω, διαπρέπω σε κάτι.
Greek Monotonic
ἐκπρέπω: είμαι εξαιρετικός σε κάτι, διαπρέπω, υπερέχω, τινί, σε Ευρ.