δυσπόριστος

From LSJ
Revision as of 10:36, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τὸ δὴ τρέφον με τοῦτ' ἐγὼ λέγω θεόν → Denn ich bezeichne das, was mich ernährt, als Gott → Denn was mir Nahrung gibt, bezeichne ich als Gott

Menander, Monostichoi, 490
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσπόριστος Medium diacritics: δυσπόριστος Low diacritics: δυσπόριστος Capitals: ΔΥΣΠΟΡΙΣΤΟΣ
Transliteration A: dyspóristos Transliteration B: dysporistos Transliteration C: dysporistos Beta Code: duspo/ristos

English (LSJ)

δυσπόριστον, hard to come by or procure, opp. εὐπ., Epicur. Ep.3p.63U., cf. Phld.Herc.1251.12, D.H.1.37, D.Chr.7.152, Muson. Fr.18A p.94 H., Plu.2.156f; σχήματα Alex.Fig.1.1; δ. ἡ ἀρετὴ τοῦ σωφρονεῖν J.AJ19.2.5; τὸ δ. difficulty of getting, τῶν ἀναγκαίων Ph.1.19, cf. Plu.Sol.23.

Spanish (DGE)

-ον
I 1de cosas difícil de adquirir o conseguir, escaso de materiales de construcción, D.H.1.37, τροφή Corn.ND 28, Muson.18A (p.112), Ast.Am.Hom.9.9.3, de manjares, Plu.2.125a, de plantas medicinales, Gal.13.638, Paul.Aeg.3.78.24, c. dat. τὸ νέκταρ αὐτῷ δυσπόριστον Plu.2.156f, δ. ψηφίς piedra preciosa difícil de encontrar Soz.HE proem.2
de abstr. difícil de lograr o conseguir en la ética epicúrea τὸ μὲν φυσικὸν πᾶν εὐπόριστόν ἐστι, τὸ δὲ κενὸν δυσπόριστον Epicur.Ep.[4] 130, cf. Luc.Cyn.8, Clem.Al.Strom.4.23.149, στερήσε[ις] ἐνίων ὡς δυσπορίστων privaciones de algunas cosas por ser difíciles de conseguir Phld.Elect.12.10, cf. Epicur.Sent.[5] 26, Diog.Oen.NF 131.6
gener. ἡ ἀρετὴ τοῦ σωφρονεῖν I.AI 19.210, τὸ τῶν ἡδονῶν εἶδος D.Chr.7.152, τὰ δ' (ζητούμενα) ὑπὸ τῆς ψυχῆς ... δυσπόριστα Diog.Oen.2.2.1
neutr. subst. τὸ δ. dificultad de conseguir, escasez c. gen. τῶν ἀναγκαίων Ph.1.19, cf. Plu.Sol.23, Porph.Abst.2.13.
2 fig. difícil de captar λήμματα Plu.Lys.25, c. dat. τῷ πλήθει δ. ... σχήματα Alex.Fig.1.1.
II adv. -ως con dificultades para conseguir fig. δ. ἔχειν περὶ τὴν τῶν ἐξαιρέτων ἀπόδειξιν Pall.V.Chrys.1.55, cf. Eust.Pind.4.

German (Pape)

[Seite 687] schwer zu verschaffen, D. Hal. 1, 37 u. Sp.; τὸ δ., die Schwierigkeit etwas anzuschaffen, Plut. Sol. 23.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qu'on se procure difficilement ; τὸ δυσπόριστον le manque.
Étymologie: δυσ-, πορίζω.

Russian (Dvoretsky)

δυσπόριστος:
1 с трудом добываемый (δ. καὶ σπάνιος Plut.);
2 натянутый, вымученный (λήμματα Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

δυσπόριστος: -ον, ὁ διὰ πολλοῦ κόπου ποριζόμενος, Διον. Ἁλ. 1. 37, Πλούτ. 2. 156F· τὸ δ., δυσκολία περὶ τὸ κτήσασθαι, Πλούτ. Σόλ. 23.

Greek Monolingual

δυσπόριστος, -ον (Α)
1. δύσπορος
2. δύσκολος.

Greek Monotonic

δυσπόριστος: -ον (πορίζω), αυτός που αποκτιέται με πολύ κόπο· τὸ δ., δυσκολία απόκτησης, σε Πλούτ.

Middle Liddell

δυσ-πόριστος, ον πορίζω
gotten with much labour: τὸ δ. difficulty of getting, Plut.