ἀγκάλισμα

From LSJ
Revision as of 10:49, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

βωμὸν Ἀριστοτέλης ἱδρύσατο τόνδε Πλάτωνος, ἀνδρὸς ὃν οὐδ' αἰνεῖν τοῖσι κακοῖσι θέμις → Aristotle had this altar of Plato set up — Plato, a man whom the wicked dare not even mention in praise

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀγκᾰλισμα Medium diacritics: ἀγκάλισμα Low diacritics: αγκάλισμα Capitals: ΑΓΚΑΛΙΣΜΑ
Transliteration A: ankálisma Transliteration B: ankalisma Transliteration C: agkalisma Beta Code: a)gka/lisma

English (LSJ)

-ατος, τό,
A that which is embraced or taken in the arms, Luc.Am.14: hence, darling, Lyc.308.
II embrace, metaph., ἀ. κλυσιδρομάδος αὔρας Tim.Pers.91.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
• Prosodia: [-ᾰ-]
1 abrazo ἔχει τὸ σῶμα ἐν τοῖς ἀγκαλίσμασιν ... ὅλως ἐνηρμοσμένον como característica de la mujer, Ach.Tat.2.37.6.
2 objeto de los abrazos, objeto de amor, cariño ἀ. κλυσιδρομάδος αὔρας Tim.15.80, χειροπληθὲς ἀ. Luc.Am.14, τερπνὸν ἀ. συγγόνων tierno cariño de los hermanos Lyc.308.

German (Pape)

[Seite 14] τό, χειροπληθές, ein die Hand füllender Gegenstand der Umarmung, Luc. Amor. 14; Umarmung, Luc. 308.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 objet qu'on tient embrassé ou qu'on tient sur ses bras;
2 embrassement.
Étymologie: ἀγκαλίζομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἀγκάλισμα -ατος, τό ἀγκαλίζομαι object van omhelzing, iets om te omhelzen:. πῶς δ’ ἀμφιλαφεῖς αἱ λαγόνες, ἀγκάλισμα χειροπληθές hoe breed zijn zijn flanken, een armenvullend object van omhelzing Luc. 49.14.

Russian (Dvoretsky)

ἀγκάλισμα: ατος τό обхватываемое руками: ἀ. χειροπληθές Luc. пышные, округлые формы (о статуе богини).

Greek (Liddell-Scott)

ἀγκάλισμα: -ατος, τό, ὅ,τι ἐναγκαλίζεταί τις ἢ ὅ,τι πληροῖ τὴν ἀγκάλην αὐτοῦ, Λουκ. Ἔρωτ. 14· πρβλ. ὑπαγκάλισμα. ΙΙ. ἡ πρᾶξις τοῦ ἐναγκαλίζεσθαι, κοιν. τὸ ἀγκάλιασμα, Λυκόφρ. 308.

Greek Monotonic

ἀγκάλισμα: -ατος, τό (ἀγκαλίζομαι), αυτό που αγκαλιάζει κάποιος ή κρατά στην αγκαλιά του, σε Λουκ.

Middle Liddell

ἀγκαλίζομαι
that which is embraced or carried in the arms, Luc.