ἀμπελίς
Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum
English (LSJ)
-ίδος, ἡ, Dim. of ἄμπελος,
A young vine, vine-plant, Ar.Ach.995.
II = ἀμπελίων, Id.Av.304, cf. Poll.6. 52.
III kind of sea-plant, Dionys.Av.2.7.
Spanish (DGE)
-ίδος, ἡ
I bot.
1 cepa joven ἀμπελίδος ὄρχον Ar.Ach.995, Ael.Ep.4.
2 nueza, Brionia dioica Jacq. o agriámpelos, B. cretica L., Diocl.Fr.140.
3 vid marina D.P.Au.2.8.
II orn. un tipo de papamoscas, Muscipapa Sp., Ar.Au.304, Call.Fr.421, 423, Poll.6.52, 77.
German (Pape)
[Seite 128] ίδος, ἡ, 1) dasselbe, Ar. Ach. 959. – 2) ein Vogel, Ar. Av. 304, vgl. ἀμπελίων. – 3) Bei Opp. Ix. 2, 7 ein Meergewächs.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
1 jeune vigne;
2 vinette, oiseau (cf. ἀμπελίων);
3 sorte de plante marine.
Étymologie: ἄμπελος.
Russian (Dvoretsky)
ἀμπελίς: ίδος ἡ
1 demin. к ἄμπελος Arph.;
2 предполож. мухоловка (птица - Muscicapa или Butalis grisola) Arph.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμπελίς: -ίδος, ἡ, ὑποκορ. τοῦ ἄμπελος, νεαρὰ ἄμπελος, νέον φυτὸν ἀμπέλου, Ἀριστοφ. Ἀχ. 995. ΙΙ. τὸ πτηνὸν ἀμπελίων Ἀριστοφ. Ὄρ. 304, πρβλ. Πολυδ. ϛ΄, 52. ΙΙΙ. εἶδος φυτοῦ θαλασσίου, Ὀππ. Ἰξ. 2. 7.
Greek Monolingual
(-ίδος), η (Α ἀμπελίς)
1. νεαρή άμπελος, νέο, πρόσφατα φυτεμένο αμπέλι
2. ωδικό πτηνό, το αμπελοπούλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμπελος.
ΠΑΡ. νεοελλ. αμπελίδεια, αμπελιδίδες.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. αμπελιδοειδή].
Greek Monotonic
ἀμπελίς: -ίδος, ἡ, υποκορ. του ἄμπελος,
I. νεαρό φυτό αμπελιού, σε Αριστοφ.
II. το πτηνό ἀμπελίων, στον ίδ.
Middle Liddell
[Dim. of ἄμπελος
I. a vine-plant, Ar.
II. the bird ἀμπελίων, Ar.