κρυμοχαρής

From LSJ
Revision as of 11:33, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἡ γὰρ συνήθεια δεινὴ τοῖς κατὰ μικρὸν ἐνοικειουμένοις πάθεσι πόρρω προαγαγεῖν τὸν ἄνθρωπον → for habituation has a strange power to lead men onward by a gradual familiarization of the feelings

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρῡμοχᾰρής Medium diacritics: κρυμοχαρής Low diacritics: κρυμοχαρής Capitals: ΚΡΥΜΟΧΑΡΗΣ
Transliteration A: krymocharḗs Transliteration B: krymocharēs Transliteration C: krymocharis Beta Code: krumoxarh/s

English (LSJ)

κρυμοχαρές, delighting in frost, f.l. in Orph.H.51.13 for δρυμο-.

German (Pape)

[Seite 1515] ές, sich der Eiskälte freuend, Hesych., f.l. statt δρυμοχ.

Greek (Liddell-Scott)

κρῡμοχᾰρής: -ές, εὐαρεστούμενος, τερπόμενος εἰς τὸ ψῦχος, ἡμαρτημ. γραφ. ἐν Ὕμν. Ὀρφ. 50. 12, ἀντὶ δρυμο-.

Greek Monolingual

κρυμοχαρής, -ές (Α)
αυτός που ευχαριστιέται όταν έχει κρύο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρυμός + -χαρής (< θ. χαρ-, πρβλ. -χάρ-ην, παθ. αόρ. του χαίρω), πρβλ. αιμοχαρής, νυκτιχαρής].